centenarian
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Translations
Chinese Mandarin: 人瑞; Czech: stoletý, stoletá; Dutch: honderdjarige; Finnish: satavuotias; French: centenaire; German: Hundertjährige, Hundertjähriger; Greek: εκατονταετής, εκατόχρονος, εκατοντούτης, εκατοντάχρονος, εκατοχρονίτης, αιωνόβιος, εκατό χρονών, εκατό ετών, ετών εκατό, κορακοζώητος; Ancient Greek: ἑκατονταέτης, ἑκατονταετής, ἑκατονταέτις; Hungarian: százéves; Japanese: センテナリアン, 百寿; Norwegian Bokmål: hundreåring; Nynorsk: hundreåring; Polish: stulatek, stulatka; Russian: столетний человек, столетний, долгожитель, долгожительница; Serbo-Spanish: centenario; Tagalog: sasandaanin