ἀντιδικασία
From LSJ
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, Rechtshandel gegen Jemand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδῐκᾰσία: ἡ, ἡ έναντίον τινὸς διαδικασία, «κρισολογία», Ἀκύλ. Παροιμ. κ΄, 3.
[Seite 251] ἡ, Rechtshandel gegen Jemand, Sp.
ἀντιδῐκᾰσία: ἡ, ἡ έναντίον τινὸς διαδικασία, «κρισολογία», Ἀκύλ. Παροιμ. κ΄, 3.