захваченный на войне
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Russian > Greek
αἰχμάλωτος, δοριάλωτος, δουριάλωτος, δορίκτητος, δουρίκτητος