λειόφυλλος
English (LSJ)
λειόφυλλον, smooth-leaved, Id.HP7.4.4; κράμβη Eudem. ap. Ath.9.369e.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λειόφυλλος: -ον, ἔχων λεῖα, ὁμαλὰ φύλλα, κράμβη Ἀθήν. 369Ε, F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λειόφυλλος, -ον)
αυτός που έχει λεία φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. άφυλλος, επτά-φυλλος].