[ᾰ], ον, = πολύβατος, Sch.Opp.H.3.502.
[Seite 660] = πολύβατος, zw.
πολυβάδιστος: -ον, = πολύβατος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 502.
-ον, Απολύβατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυβάδιστος].