ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
[Seite 852] ἡ, das Beschmutzen (?).
ῥύπανσις: -εως, ἡ, τὸ ῥυπαίνειν, ἀκάθαρτον ποιεῖν, Achmes Ὀνειροκρ. 233.