μισόφιλος
English (LSJ)
ον,
A hating friends, Arist.Rh.Al.1442a13, An.Ox.2.290.
German (Pape)
[Seite 192] die Freunde hassend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόφῐλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς φίλους, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 290.
ον,
A hating friends, Arist.Rh.Al.1442a13, An.Ox.2.290.
[Seite 192] die Freunde hassend, Sp.
μῑσόφῐλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς φίλους, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 290.