μισόφιλος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόφῐλος Medium diacritics: μισόφιλος Low diacritics: μισόφιλος Capitals: ΜΙΣΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: misóphilos Transliteration B: misophilos Transliteration C: misofilos Beta Code: miso/filos

English (LSJ)

μισόφιλον, hating friends, Arist.Rh.Al.1442a13, An.Ox.2.290.

German (Pape)

[Seite 192] die Freunde hassend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόφῐλος: питающий отвращение к друзьям Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόφῐλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς φίλους, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 290.

Greek Monolingual

μισόφιλος, -ον (Α)·, αυτός που μισεί τους φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φίλος (πρβλ. φιλόφιλος)].