Σικελίδης

From LSJ
Revision as of 16:03, 30 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Middle Liddell

[from Σῐκελία], Sikelidas, [Sicilian]], Theocr. [Σῑ-, metri grat.]

Greek Monolingual

Σικελίδης και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α
(προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. -ίδης].

Russian (Dvoretsky)

Σῑκελίδης: дор. ΣῑκελίδᾱςСикелид (самосский поэт) Theocr.