-ορος, ὁ, = διωκτήρ, cj. for διάκτορα, AP10.101 (Bianor).
[Seite 649] ορος, ὁ, = διωκτήρ, vermuthet Buttmann Bian. ep. (X, 101) für διάκτωρ.
διώκτωρ: -ορος, ὁ, = διωκτήρ, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 10. 104.
διώκτωρ: ορος ὁ погонщик (βούτας Anth. - v.l. διάκτωρ).