πομπευτήριος

Revision as of 12:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

α, ον, of or for a procession, D.H.Dem.32.

German (Pape)

[Seite 678] zum feierlichen Aufzuge, zur Procession gehörig, D. Hal. de vi Dem. 32 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πομπευτήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. βουλευτήριος)].