σκληρευνία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A the use of a hard bed, v.l. for σκληροκοιτίη, Hp.Vict.3.68.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, = σκληροκοιτία, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρευνία: Ἰων. –ίη, «ἡ χρῆσις σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.