σκληρευνία

Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A the use of a hard bed, v.l. for σκληροκοιτίη, Hp.Vict.3.68.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = σκληροκοιτία, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρευνία: Ἰων. –ίη, «ἡ χρῆσις σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.