χρῆσις
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
χρήσεως, ἡ, (χράομαι)
Iemployment, use made of a thing, ἀνέμων Pi.O.11(10).2; χρημάτων Democr.282; οἰκίας Pl.Erx.394d, cf. SIG987.33 (Chios, iv B. C.); τὴν κατ' ἀξίαν χρῆσιν ποιοῦνται ἑκάστῳ (fort. leg. ἑκάστου) Iamb.Protr.5; use, practice, Hp.VM4; in plural, χρήσεις = uses, advantages, Pi.N.1.30; αἱ ἐς τὰ πολεμικὰ χρήσεις the uses of war, X.Cyr. 8.5.7; αἱ πολιτικαὶ χρήσεις Arist.Pol.1267a23; opp. κτῆσις, Pl.Mx.238b, Arist.EN1098b32, Cic.Fam.7.29.1; opp. πώλησις, X.Oec.3.9.
2 usefulness, Th.7.5; opp. ἀχρηστία, Pl.R.333d; ἐς χρῆσιν κρατύνεσθαι so as to become useful, Hp.Art.27; ἔχειν χρῆσιν to be useful, D.11.8.
3 intimacy, acquaintance, ἡ οἰκειότης καὶ ἡ χρῆσις [τῆς πόλεως] Isoc. Ep.2.14; ἡ χρῆσις ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1280a36; αἱ οἴκοι χρήσεις Isoc.19.11; ἡ τῶν ἀφροδισίων χρῆσις Pl.Lg.841a, Arist.HA581b13, cf. Pol. 1262a34 (pl.), Ep.Rom.1.26; τὰ ἐν χρήσει = familiar objects, Plot.4.4.37.
4 Gramm., usage, of words, ἡ ἐξαλλαγὴ τῆς συνήθους χρήσεως D.H.Amm.2.3; ἀναστρέφων τὰς χρήσεις ib.2, cf. A.D.Synt.119.24, al.; ἡ Πλάτωνος χρῆσις Id.Pron.72.18; in concrete sense, example of a word or use, πυκνῶς αἱ χρήσεις παρὰ Αἰολεῦσιν ib.66.3; passage cited, f.l. for κρίσει in D.H.Rh.4.3; indicated by the symbol †, Anon.Oxy.1611.56 (iii A. D.); † Ἀριστοφάνους (referring to Av.1181) An.Ox.2.452.
II (χράω (B) A), oracular response, ἀπὸ κείνου χρήσιος at his bidding, Pi.O.13.76.
III (χράω (B) B), lending, loan, Arist.EN 1131a4, Plb.31.23.4, Ps.-Phoc.106.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, 1) Gebrauch, Benutzung; ὅπλων κτῆσιν καὶ χρῆσιν διδαξόμενοι Plat. Menex. 238 b; ἡ δικαιοσύνη ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος Rep. I, 333 b; τῆς ἵππου οὐδεμία χρῆσις ἦν, man konnte von der Reiterei keinen Gebrauch machen, Thuc. 7, 5; αἱ ἐς τὰ πολεμικὰ χρήσεις Xen. Cyr. 8, 5,7; ἐν μὲν προσθήκης μέρει ῥοπήν τινα ἔχει καὶ χρῆσιν, Nutzen, Dem. 11, 8; Brauchbarkeit, ἀνέμων πλείστα χρῆσις ἀνθρώποις Pind. Ol. 11, 2, vgl. N. 1, 30. – Der Umgang, neben οἰκειότης, Isocr. ep. 2, 4; αἱ οἴκοι χρήσεις 19, 11, vom Umgange mit einer Frau, der Beischlaf. – Bei den Gramm. Beweisstelle eines Schriftstellers, bes. zur Feststellung des Sprachgebrauchs. – 2) das Orakel, Pind. Ol. 13, 73. – 3) das Leihen, Pol. 32, 9,4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se servir de, usage, emploi ; particul. commerce habituel, relations ; commerce intime, relations intimes;
2 utilité.
Étymologie: χράομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρῆσις: εως ἡ χράω [II] заем Arst., Polyb.
εως, дор. ιος ἡ χράομαι [I]
1 использование, пользование, употребление, применение: ὅπλων χ. Plat. употребление оружия; ἀγαθὸς εἰς τὴν χρῆσιν Xen. годный для использования; πρὸς τὰς πολιτικὰς χρήσεις Arst. для гражданских целей;
2 полезность, польза (ἀνέμων Pind.): χρῆσιν ἔχειν Dem. быть полезным;
3 сношения, общение (αἱ οἴκοι χρήσεις Isocr.; πρὸς ἀλλήλους Arst.): ἡ χ. τῶν ἀφροδισίων Plut. любовные утехи.
εως, дор. ιος ἡ χράω [III] оракул, вещее слово Pind.
Greek (Liddell-Scott)
χρῆσις: -εως, ἡ, (χράομαι) ὡς καὶ νῦν, μεταχείρισις, ἡ χρησιμοποίησις, ἀνέμων Πινδ. Ο. 10 (11). 2· μεταχείρισις, ἄσκησις, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9· ἐν τῷ πληθ., χρήσεις, πλεονεκτήματα, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 43· αἱ ἐς τὰ πολεμικὰ χρήσεις Ξεν. Κύρ. 8. 5, 7· αἱ πολιτικαὶ χρήσεις Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 15· - ἀντίθετον τῷ κτῆσις, Πλάτ. Μενέξ. 238Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8, 9, κ. ἀλλαχ.· τῷ πώλησις, Ξεν. Οἰκ. 3, 9· πρβλ. χράομαι ἐν τέλ. 2) δύναμις ἢ μέσα πρὸς χρῆσιν, χρησιμότης, Θουκ. 7. 5· ἀντίθετον τῷ ἀχρηστία, Πλάτ. Πολ. 333D· ἐς χρῆσιν κρατύνεσθαι, ὥστε νὰ γείνῃ τις χρήσιμος, ὠφέλιμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796· ἔχω χρῆσιν, εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, Δημ. 154. 18. 3) στενὴ σχέσις, συνήθεια, Λατιν. usus, Ἰσοκρ. 409C· ἡ χρ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 6· αἱ οἴκοι χρήσεις, δηλ. σαρκικὴ συνουσία μετὰ γυναικός, Ἰσοκρ. 386C· ἡ χρ. τῶν ἀφροδισίων Πλάτ. Νόμ. 841Α, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 8· αἱ πρὸς τὸν ἄνδρα χρ., ἐπὶ γυναικῶν, αὐτόθι 10. 4, 3, πρβλ. Πολ. 2. 4, 2, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. α΄, 26. 4) παρὰ τοῖς γραμματικ., χωρίον τὸ ὁποῖον μνημονεύεται ὡς παράδειγμα ἔγκυρον ἰδιαιτέρας τινὸς χρήσεως τῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 4 (ἕτεροι γράφουσι ῥήσει), πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. σ. 226. - συνήθης τρόπος συντάξεως, ἐπὶ τῶν λέξεων, ἡ ἐξαλλαγὴ τῆς συνήθους χρήσεως Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμών. 2. 3. ΙΙ. (χράω (Γ). Α), ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, ἀπὸ κείνου χρήσιος, κατὰ τὸν χρησμὸν ἐκείνου, Πινδ. Ο. 13. 108. ΙΙΙ. (χράω (Γ). Β), τὸ δανείζειν, δάνειον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 13, Πολύβ. 32. 9, 4, πρβλ. Ψευδοκωκυλ. 100.
English (Slater)
a = χρεία, need ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις (O. 11.2 )
b = χρησμός, oracular reply κοιτάξατο νύκτ' ἀπὸ κείνου χρήσιος (O. 13.76)
c = χρέος, service πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (N. 1.30)
Spanish
English (Strong)
from χράομαι; employment, i.e. (specially), sexual intercourse (as an occupation of the body): use.
English (Thayer)
χρησεως, ἡ (χράομαι), use: of the sexual use of a woman, παιδικη, Lucian, amor. 25; ὀρεξεις παρά τάς χρησεις, Plutarch, placit. philos. 5,5; (cf. Isocrates, p. 386c.; Plato, legg. 8, p. 841a.; Aristotle, others)).
Greek Monolingual
η / χρῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α
χρησιμοποίηση, μεταχείριση
νεοελλ.
φρ. «οικονομική χρήση» — έννοια συναφής με εκείνην του οικονομικού έτους, αλλά διευρυμένη, ώστε να περιλαμβάνει τον επί πλέον απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη τών εσόδων τα οποία βεβαιώθηκαν αλλά δεν εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, καθώς και για την πληρωμή τών εξόδων τα οποία αναλήφθηκαν αλλά δεν καταβλήθηκαν
νεοελλ.-μσν.
(στη βυζ. μουσ.) η διαφορετική δομή μιας μελωδίας
μσν.-αρχ.
δάνειο
αρχ.
1. χρησιμότητα («ἔστι ἀνέμων ὅτε πλείστη χρῆσις», Πίνδ.)
2. στενή σχέση ή στενή συναναστροφή, ύπαρξη οικειότητας
3. ερωτική συνεύρεση, συνουσία
4. γραμμ. α) τρόπος σύνταξης
β) παράδειγμα λέξης ή χρησιμοποίησης λέξης
5. απάντηση μαντείου, χρησμός
6. φρ. «ἔχω χρῆσιν» — είμαι χρήσιμος (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή με την κατάλ. -σις τών αφηρημένων θηλ. και δηλώνει την πράξη, την ενέργεια της αναζήτησης βοήθειας και της χρησιμοποίησης της, σε αντιδιαστολή προς το ουδ. χρῆμα, που δηλώνει αυτό στο οποίο καταφεύγει κανείς για βοήθεια. Η λ. εμφανίζει και άλλες ειδικότερες σημ. αντίστοιχες του ρ. χρῶ / χρῶμαι (για τις σημ. αυτές βλ. λ. χρή)].
Greek Monotonic
χρῆσις: -εως, ἡ (χράομαι)·
I. 1. χρήση, χρησιμοποίηση, μεταχείριση ενός πράγματος, σε Πίνδ.· σε πληθ., χρήσεις, πλεονεκτήματα, στον ίδ., Ξεν.· αντίθ. προς το κτῆσις, κατοχή, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. μέσα προς χρήση, χρησιμότητα, σε Θουκ., Πλάτ.· ἔχειν χρῆσιν, είμαι χρήσιμος, σε Δημ.
3. οικειότητα, συνήθεια, Λατ. usus, σε Ισοκρ.· ἡ χρῆσις ἡ πρὸς ἀλλήλους, σε Αριστ.
II. χράω (Γ) I.], απάντηση από μαντείο, χρησμός, σε Πίνδ.
III. χράω (Γ) II.], δανεισμός, δάνειο, σε Αριστ.
Middle Liddell
χρῆσις, εως, χράομαι
I. a using, employment, use made of a thing, Pind.: in plural uses, advantages, Pind., Xen.:—opp. to κτῆσις (possession), Plat., etc.
2. means of using, usefulness, Thuc., Plat.; ἔχειν χρῆσιν to be useful, Dem.
3. intimacy, acquaintance, Lat. usus, Isocr.; ἡ χρ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.
II. (χράω. I), the response of an oracle, [Pind.
III. (χράω3. II), a lending, loan, Arist.
Chinese
原文音譯:crÁsij 赫雷西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:用(處)
字義溯源:用處,使用,作用;源自(χράομαι)*=對待,供應)
出現次數:總共(2);羅(2)
譯字彙編:
1) 用處(2) 羅1:26; 羅1:27
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=χρησιμοποίηση). Ἀπό τό χράομαι -χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ oráculo, revelación πρωΐας δὲ σταθεὶς κατέναντι του ἡλίου, κρατῶν τὸν λίθον ... τὸν τὰς χρήσεις μεταδιδόντα por la mañana temprano ponte frente al sol, sujetando la piedra, la que proporciona oráculos P XII 284
Lexicon Thucydideum
usus, use, experience, 2.62.2, 7.5.2.
Translations
usefulness
Armenian: օգտակարություն; Catalan: utilitat; Chinese Mandarin: 效用, 用處, 用处; Czech: užitečnost; Dutch: bruikbaarheid; Esperanto: utilo, utileco; Finnish: hyödyllisyys; Greek: χρησιμότητα; Ancient Greek: χρεία, χρείη, χρησιμότης, χρῆσις; French: utilité; Galician: utilidade; Georgian: ვარგისობა, გამოყენებადობა; German: Nützlichkeit; Greek: χρησιμότητα; Hindi: उपयोगिता; Icelandic: gagnsemi; Japanese: 有用性; Latin: utilitas; Malayalam: പ്രയോജനം; Mwali Comorian: maana; Old English: nytnes; Polish: użyteczność; Portuguese: utilidade; Romanian: utilitate; Russian: полезность; Slovak: užitočnosť; Spanish: utilidad