ον,
A = ἀνόδων, Pherecr.74,82.
[Seite 239] (ὀδούς), zahnlos, Phereer. B. A. 406.
ἀνόδοντος: -ον, = ἀνόδους, ἀνὴρ γέρων ἀνόδοντος ἀλήθει Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» καὶ ἐν «Κραπατάλλους» 13. - Παρὰ δὲ Βυζ. ἀνοδόντωτος, ον.