ἀνόδους

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

German (Pape)

[Seite 239] οντος, zahnlos, Ath. VII, 319 d aus Arist. part. an. 3, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόδους: οντος adj. беззубый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, νωδός, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3.14, 9, Ἀποσπ. 278.

Spanish (DGE)

-ουν
que no tiene dientes ῥαφίς Arist.Fr.294, v. ἀνόδοντος.

Greek Monolingual

-ουν (Α ἀνόδους)
ο δίχως δόντια, ο φαφούτης
νεοελλ.
Βοτ. βλ. ανόδα.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ χωρίς δόντια). Ἀπό τό α στερητ. + ὀδούς.