A hollow out, Plb.10.48.7.
[Seite 764] aushöhlen, Pol. 10, 48, 7.
ἐκκοιλαίνω: μέλλ. -ᾰνω, κάμνω τι κοῖλον, ἐνσκάπτω, Πολύβ. 10. 48, 7.