κοννοφόρος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
German (Pape)
[Seite 1482] einen Haarzopf tragend, Hesych.
Greek Monolingual
κοννοφόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) σκολλυφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόννος + -φόρος (< φέρω)].