ατος, τό,
A supplication, Lyc.1243:—also γουν-ασμός, ὁ, Eust.627.9.
[Seite 503] τό, fußfälliges Anflehen, Lyc. 1243.
γούνασμα: τό, ἱκετεία, δέησις, Λυκόφρ. 1243·― γουνασμός, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐστ. Ἰλ. Σ. 627.