γούνασμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, supplication, Lyc.1243:—also γουνασμός, ὁ, Eust.627.9.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
súplica λιταῖς γουνασμάτων con plegarias acompañadas de súplicas Lyc.1244.
German (Pape)
[Seite 503] τό, fußfälliges Anflehen, Lyc. 1243.
Greek (Liddell-Scott)
γούνασμα: τό, ἱκετεία, δέησις, Λυκόφρ. 1243·― γουνασμός, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐστ. Ἰλ. Σ. 627.
Greek Monolingual
γούνασμα, το (Α) γουνάζομαι
ικεσία.