παραγκαλίζομαι

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A take into one's arms, Poll.2.139.

German (Pape)

[Seite 474] in die Arme nehmen, Poll. 2, 139 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραγκᾰλίζομαι: ἐναγκαλίζομαι, λαμβάνω τι εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Πολυδ. Β΄, 139· «παραγκαλιζόμενος ὁ πέπων τὴν ὀμφακίζουσαν, ὁ ὑπέρωρος τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθότιτθον νέανιδα» Νικήτ. Χων. Ἀνδρόν. (ἀμάρτυρον ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου).