πέπων

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπων Medium diacritics: πέπων Low diacritics: πέπων Capitals: ΠΕΠΩΝ
Transliteration A: pépōn Transliteration B: pepōn Transliteration C: pepon Beta Code: pe/pwn

English (LSJ)

πέπον, gen. ονος: Comp. and Sup. πεπαίτερος, πεπαίτατος:—prop. of fruit,
A cooked by the sun, ripe, B.Fr.34, Hdt.4.23, S.Fr.181; ἄπιος Alex.33.5 (Sup.); opp. ὠμός, Ar.Eq.260, X.Oec.19.19; of wine, mellow, Ar.Fr.579, etc.; πέπονα ποιεῖν τινα, by beating him, Com.Adesp.125.
b of abscesses, ripe, ready to suppurate, Hermipp. 30.
2 σίκυος π. a kind of gourd or melon, not eaten till quite ripe (whereas the σίκυος was eaten unripe), Hp.Morb.3.17, Vict.2.55, Pl. Com.64.4, Anaxil.36, Arist.Pr.926b4, Diocl.Fr.120; πέπων alone distinguished from σίκυος, τοὺς σικύους καὶ τοὺς πέπονας LXX Nu.11.5, cf. Speus. ap. Ath.2.68e, Phan.Hist.34, Dsc.2.135, etc.: prov., μαλθακώτερος πέπονος σικύου Theopomp.Com.72; ἀνὴρ ἐκεῖνος ἦν πεπαίτερος μόρων A.Fr.264; π. ἀπίοιο Theoc.7.120.
II metaph., as always in Hom. (more freq. in Il. than in Od.), and in Hes., in addressing a person, mostly as a term of endearment or familiarity, kind, gentle, πέπον Καπανηϊάδη Il.5.109; Κύκνε πέπον Hes.Sc.350; ὦ πέπον good brother!, gentle sir!, Il.6.55, 9.252, Hes.Th.544, 560, etc.; κριὲ πέπον my pet ram (says Polyphemus), Od.9.447: Comp., of a ἑταίρα, Xenarch.4.9: in bad sense, ὦ πέπονες ye weaklings! Il.2.235.
2 mild, less acrid, ῥεύματα Hp.VM19 (Comp.): hence metaph., mild, gentle, πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος A.Ag.1365; μόχθος πέπων softened pain, S.OC437, etc.: c. dat., ἐχθροῖσι π. gentle to thy foes, A.Eu.66. (Cf. πέπειρος, πέσσω.)

German (Pape)

[Seite 561] ονος (πέπτω, πέσσω), 1; eigtl. von Früchten, von der Sonne gekocht, also reif, weich, mürbe; Soph. fr. 190; Her. 4, 23; bei Ar. dem ὠμός entgeggstzt, Equ. 260 Par 1132; πέπονες βότρυς, Xen. Oec. 19, 19; Theophr. u. Sp. – Bes. σίκυος πέπων, auch πέπων allein, eine gurken- od. melonenähnliche Frucht, Pfebe od. Angurie, die nur reif gegessen wurde, während man die eigentliche Gurke, σίκυος, unreif aß, vgl. Ath. II c. 78 (68); daher sprichwörtlich als Bezeichnung der größten Weichheit, πέπονος μαλακώτερος, Ath. a. a. O., übh. weichlich, zart. – 2; Bei Hom. u. Hes. immer in übertragener Bdtg, nur in der Anrede, πέπον, ὦ πέπον, u. plur. ὦ πέπονες, bald allein, bald bei einem subst., gew. in gutem Sinne, als freundliche, schmeichelnde Anrede od. Begrüßung, Il. 5, 109. 6, 55 u. öfter, trauter, lieber; auch einmal vom Polyphem an seinen Widder gerichtet, κριὲ πέπον, trauter Widder, Od. 9, 447. Ader Il. 2, 235, ὦ πέπονες, κάκ' ἐλέγχε', Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί, im schlimmen Sinne, weichlich, feig, vgl. 13, 120; u. so auch Hes. Sc. 350; vgl. Th. 544. 560, wo auch die tadelnde Beziehung nahe liegt. – Mild, freundlich heißt es auch Aesch. Eum. 66, ἐχθροῖσι τοῖς σοῖς οὐ γενήσομαι πέπων; auch von Sachen, ὅτ' ἤδη πᾶς ὁ μόχθος ἦν πέπων, Soph. O. C. 438. – Der compar. πεπαίτερος u. superl. πεπαίτατος ist oben bes. aufgeführt.

French (Bailly abrégé)

gén. ονος;
voc. ον :
I. cuit par le soleil ; mûr ; subst.πέπων (σίκυος) melon;
II. fig. p. anal.
1 en b. part doux, aimable ; en parl. de choses μόχθος πέπων SOPH souffrance qui a perdu son âpreté ; πεπαιτέρα μοῖρα τῆς τυραννίδος ESCHL sort plus doux que la tyrannie ; avec un dat. ἐχθροῖς πέπων ESCHL doux envers ses ennemis;
2 en mauv. part mou, efféminé;
Cp. πεπαίτερος, Sp. πεπαίτατος.
Étymologie: R. Πεπ, suire ; cf. πέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπων πέπον, gen. - ονος, zelden f. πέπειρα, comp. ook πεπαίτερος, superl. ook πεπαίτατος rijp:. τοῦτο ἐπεὰν γένηται πέπον wanneer dat (fruit) rijp is geworden Hdt. 4.23.3. (over)rijp: (van een mens). αἰαῖ πέπειρα, δὶς τόση o wee, ze is overrijp, tweemaal zo oud! Archil. 196a.26; ἀπίοιο πεπαίτερος rijper dan een peer Theocr. Id. 7.120. overdr. mild, slap:; ὦ πέπονες slappelingen! Il. 2.235; ἐχθροῖσι... οὐ γενήσομαι πέπων ik zal niet slap zijn tegen mijn vijanden Aeschl. Eum. 66; πεπαιτέρα... μοῖρα τῆς τυραννίδος een milder lot dan leven onder een tiran Aeschl. Ag. 1365; geneesk. rijp, mild (van kloddervormende afscheiding):. (τὰ ῥεύματα) ὅταν... παχύτερα καὶ πεπαίτερα γένηται wanneer (de afscheiding) dikker en milder is geworden Hp. VM 19; πέπονα φαρμακεύειν καὶ κινέειν, μὴ ὠμὰ rijpe (zweren) behandelen en beroeren, niet de onrijpe Hp. Aph. 1.22. aanspreekvorm aardig, lief:. κρίε πέπον lieve ram Od. 9.447; ὦ πέπον beste kerel Hes. Th. 544.
πέπων -ονος, ὁ meloen = σίκυος π.. Hp. Morb. 3.17.

Russian (Dvoretsky)

πέπων: 2, gen. ονος (compar. πεπαίτερος)
1 созревший, спелый (καρπός Her.; βότρυς Xen.): σίκυος π. Arst. предполож. тыква;
2 смягченный, кроткий, мягкий: πεπαιτέρα μοῖρα τῆς τυραννίδος Aesch. смерть приятнее тираннии; μόχθος π. Soph. утихшая боль; ἐχθροῖς π. Aesch. милостивый к врагам;
3 (в обращении), милый, дорогой, (ὦ πέπον Hom.);
4 малодушный, робкий: ὦ πέπονες Ἀχαιΐδες, οὐκέτ᾽ Ἀχαιοί! Hom. о малодушные, ахеянки (вы), а не ахейцы больше!

English (Autenrieth)

ονος, voc. πέπον (πέσσω): cooked by the sun, ripe, mellow; in Homer only fig., (1) as term of endearment, dear, pet, Il. 6.35, Il. 17.120, Od. 9.447.—(2) in bad sense, coward, weakling, Il. 2.235, Il. 13.120.

Greek Monolingual

ο / πέπων, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι
αρχ.
1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος
2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός
3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση
4. ήπιος, μετριασμένος («πεπαίτερα ῥεύματα», Ιπποκρ.)
5. μτφ. α) (για πρόσ.) i) πράος, ανεξίκακος
ii) μαλθακός, νωθρός
β) (για πράγματα) ελαφρός, μικρός («ὅτ' ἤδη πᾶς ὁ μόχθος ἦν πέπων», Σοφ.)
6. (η κλητ. εν. ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου ή ζώου) πέπον
καλέ μου, γλυκέ μου (α. «πέπον Καπανηϊάδη», Ομ. Ιλ.
β) «κριὲ πέπον», Ομ. Ιλ.)
7. φρ. α) «πέπων σίκυος» ή «πέπων σικυός» — ο καρπός του φυτού πέπονος του κοινού, το πεπόνι, το οποίο τρώγεται μόνο όταν είναι ώριμο, σε αντιδιαστολή προς τον σίκυον, δηλ. το αγγούρι, το οποίο τρώγεται μόνον όταν είναι άγουρο
β) «πέπονα ποιῶ τινα»
μτφ. μαλακώνω τα πλευρά κάποιου με μαστίγωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που ανάγεται στη ρίζα pekw του πέσσω «ωριμάζω» με επίθημα -ων- (πρβλ. κώδων) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pak-va- και ιραν. pašto, pox «ώριμος» Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. pepō), ενώ το υποκορ. του πέπων, πεπόν-ιον έδωσε στη Νέα Ελληνική τον τ. πεπόνι].

Greek (Liddell-Scott)

πέπων: -ον, γεν. -ονος· συγκρ. καὶ ὑπερθ. πεπαίτερος, -ατος· - κυρίως ἐπὶ καρποῦ, ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου πεπανθείς, ὥριμος, Λατ. mitis, Ἡρόδ. 4. 23, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2, 4, Σοφ. Ἀποσπ. 190· ἀντίθετον τῷ ὠμός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 260, Ξεν. Οἰκ. 19, 19· ἐπὶ οἴνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, κτλ.· πέπονα ποιεῖν τινα, διὰ μαστιγώσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 285· β) ἐπὶ ἀποστημάτων, ὥριμος, ἕτοιμος πρὸς ἐμπύησιν, Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 3· πρβλ. πεπαίνω Ι. 3, πέπανσις. 2) σικυὸς πέπων, τὸ «πεπόνι», ὅπερ μόνον ὥριμον τρώγεται, ἐν ᾧ ὁ κοινὸς σικυὸς (δηλ. τὸ ἀγγοῦρι) τρώγεται μὴ ὥριμος, Ἱππ. 497. 21, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Ἀριστ. Προβλ. 20. 32, 1, κτλ.· (ὡσαύτως μόνον πέπων παρ’ Ἀθην. 68Ε)· παροιμ., μαλθακώτερος πέπονος σικυοῦ Θεόπομπ. ἐν Ἀδήλ. 5· οὕτω, πεπαίτερος μόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244· π. ἀπίοιο Θεόκρ. 7. 120. ΙΙ. μεταφορ., ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (συχνότερον ἐν τῇ Ἰλ. ἢ ἐν Ὀδ.) καὶ παρ’ Ἡσ., ἐν προσφωνήσει πρὸς ἄνθρωπον, κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς λέξις ἐκφράζουσα στοργήν, «καλέ μου», πέπον Καπανηιάδη Ἰλ. Ε. 109· ὦ πέπον Ζ. 55, Ι. 252, κτλ.· κριὲ πέπον, «καλό μου κριάρι» (λέγει ὁ Πολύφημος), Ὀδ. Ι. 447· - ἐπὶ κακῆς σημασ., μαλθακός, ὦ πέπον, ὦ Μενέλαε Ἰλ. Ζ. 55· ὦ πέπονες, μαλθακοί, Β. 235· Κύκνε πέπον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 350, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Θ. 544, 560· - ἅπαξ οὕτω παρὰ Τραγ., πέπον, φίλε μου! Σοφ. Ο. Κ. 515. 2) ἤπιος, ἧττον δριμύς, ῥεῦμα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - ἀκολούθως μεταφορ., Ἀττ., ἤπιος, μαλακός, πρᾶος, πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1365· μόχθος πέπων, πόνος κατευνασθείς, Σοφ. Ο. Κ. 437, κτλ.· μετὰ δοτ., ἐχθροῖς π., ὁ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς πρᾶος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 66. (Πρβλ. πέπειρος, καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. πέσσω).

Frisk Etymological English

-ονος
Grammatical information: adj.
Meaning: ripe, metaph. soft, mild.
Other forms: m. f. (ion. att.; Hom. only voc. πέπον, s.v.), f. also πέπειρα (Anacr., Hp., S., Ar.) with new m. πέπειρος (Hp., Thphr., LXX); comp. a. superl. πεπαί-τερος, -τατος (after πεπαίνω [Schwyzer 535]?), also πεπειρό-τερος, -τατος (cf. Leumann Mus. Helv. 2, 9f. = Kl. Schr. 223f.),
Derivatives: πεπαίνω, aor. πεπᾶν-αι, -θῆναι with -θήσομαι, perf. inf. πεπάνθαι (Arist.), also w. ἐκ-, κατα-, ὑπερ-, to make ripe, to ripen, metaph. to mollify, to mellow, to soothe (IA.) with πέπαν-σις f. ripening (Arist.), -τικός making ripe (Hp., Dsc.); backformation πέπαν-ος (-ός) ripe (Paus., Artem.); πέπανας πλακούντια H. (= πόπανα, s. πέσσω).
Origin: IE [Indo-European] [798] *pekʷ- cook
Etymology: Old primary formation with n-suffix from the IE verb for cook, make ripe (s. πέσσω); so prob. from IE *pekʷ-on-; cf. first πίων (πέπειρα in any case after πίειρα). Parallel goes the u̯o-formation in Skt. pak-vá-, Pasht. pox cooked, done, ripe. Nothing resists connecting πέπων, if from *πέπ-Ϝων, directly with this (on the phonetics cf. Schwyzer 301). -- The ep. voc. πέπον deer, best ! (on it Brunius-Nilsson Δαιμόνιε [Diss. Uppsala 1955] 55ff.) Specht KZ 55, 18 f. wants to separate it from πέπων ripe and connect with Lith. pẽpinti coddle; thus on πεπαίνω in the meaning weaken Fraenkel Arch. Philol. 7, 21 ff.; all of this strongly doubted and rejected by Fraenkel Wb. s. v. and s. paĩkas. --Further s. πέσσω.

Middle Liddell

πέπων, ον,
I. of fruit, cooked by the sun, ripe, mellow, Lat. mitis, Hdt., Ar., etc.
II. metaph. in voc., mostly as a term of endearment, kind, gentle, ὦ πέπον my good friend, Il.; κριὲ πέπον my pet ram, Od.;— in bad sense, soft, weak, Il.; ὦ πέπονες ye weaklings, Il.: —μόχθος πέπων softened pain, Soph., etc.: c. dat., ἐχθροῖς π. gentle to one's foes, Aesch.

Frisk Etymology German

πέπων: -ονος
{pépōn}
Forms: m. f. (ion. att.; Hom. nur Vok. πέπον, s.u.), f. auch πέπειρα (Anakr., Hp., S., Ar.) mit neuem m. πέπειρος (Hp., Thphr., LXX usw.); Komp. u. Superl. πεπαίτερος, -τατος (nach πεπαίνω [Schwyzer 535]?), auch πεπειρότερος, -τατος (vgl. Leumann Mus. Helv. 2, 9f. = Kl. Schr. 223f.),
Meaning: reif, übertr. weich, mild.
Derivative: Davon πεπαίνω, Aor. πεπᾶναι, -θῆναι mit -θήσομαι, Perf. Inf. πεπάνθαι (Arist.), auch m. ἐκ-, κατα-, ὑπερ-, reif machen, reifen, übertr. erweichen, lindern, besänftigen (ion. att.) mit πέπανσις f. das Reifen (Arist. u.a.), -τικός reif machend (Hp., Dsk. u.a.); Rück- bildung πέπανος (-ός) reif (Paus., Artem. u.a.); πέπανα πλακούντια H. (= πόπανα, s. πέσσω).
Etymology: Alte Primärbildung mit n-Suffix vom idg. Verb für kochen, reif machen (s. πέσσω); somit wohl aus idg. *peqʷ-on-; vgl. zunächst πίων (πέπειρα jedenfalls nach πίειρα). Parallel damit geht die u̯o-Bildung in aind. pak--, pasht. pox gekocht, gar, reif. An und für sich steht nichts im Wege, πέπων, wenn aus *πέπϝων, damit direkt zu verbinden (zum Lautlichen vgl. Schwyzer 301). — Der ep. Vok. πέπον ‘Trauter, Lieber !’ (darüber Brunius-Nilsson Δαιμόνιε [Diss. Uppsala 1955] 55ff.) will Specht KZ 55, 18 f. von πέπων reif trennen und zu lit. pẽpinti verzärteln ziehen; ebenso über πεπαίνω im Sinn von erweichen Fraenkel Arch. Philol. 7, 21 ff.; alles von Fraenkel Wb. s. v. und s. paĩkas stark angezweifelt oder abgelehnt. —Weiteres s. πέσσω.
Page 2,509-510

English (Woodhouse)

assuaged, gentle, ripe

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὥριμος, μαλακός). Ἀπό τό πέσσω (=μαλακώνω, χωνεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.