κολλυβιστικός

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a money-changer, τράπεζα Ostr.Strassb.9 (iii B.C.), BGU1118.23 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1473] zum Geldwechsler gehörig, σύμβολα Sp.

Greek Monolingual

κολλυβιστικός, -ή, -όν (Α) κολλυβιστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολλυβιστή, τον αργυραμοιβό.