κολλυβιστής
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
κολλυβιστοῦ, ὁ, small money-changer, Lys.Fr.149 S., Men.1023, PPetr. 3p.173 (prob. l.), Ev.Matt.21.12, etc.: condemned by Phryn. 404.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, Geldwechsler; Lys. bei Poll. 7, 33; N.T.; von Phryn. p. 440 verworfen, der ἀργυραμοιβός vorzieht, obwohl Menand. das Wort gebraucht hat.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
changeur, banquier.
Étymologie: κόλλυβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολλυβιστής -οῦ, ὁ [κολλυβίζω] geldwisselaar. NT.
Russian (Dvoretsky)
κολλῠβιστής: οῦ ὁ меняла Lys., NT.
Greek (Liddell-Scott)
κολλῠβιστής: -οῦ, ὁ, (κόλλυβος) ἀργυραμοιβὸς μικρός, ὡς τὸ κερματιστής, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 33, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 12, κτλ. (ἀλλ’ ἴδε Sturz Διαλ. Μακεδ. σ. 42)· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τῶν Ἀττικιστῶν, Φρύνιχ. 440, Θωμᾶς Μάγιστρ. 539.
English (Strong)
from a presumed derivative of kollubos (a small coin; probably akin to κολλούριον); a coin-dealer: (money-)changer.
English (Thayer)
κολλυβιστου, ὁ (from κόλλυβος equivalent to a. a small coin, cf. κολοβός clipped;
b. rate of exchange, premium), a money-changer, banker: Menander, Lysias, in Pollux 7,33, 170; ὁ μέν κόλλυβος δόκιμον, τό δέ κολλυβιστής ἀδόκιμον, Phryn. ed. Lob., p. 440. Cf. what was said under κερματιστής.
Greek Monolingual
ο (Α κολλυθιστής) κολλυβίζω
αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ)
νεοελλ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Κολλυβιστές
οι Κολλυβάδες.
Greek Monotonic
κολλῠβιστής: -οῦ, ὁ (κόλλυβος), μικρός αργυραμοιβός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
κολλῠβιστής, οῦ, κόλλυβος
a small money-changer, NTest. [from κόλλῠβος]
Chinese
原文音譯:kollubist»j 可呂比士帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:刪減(銀錢者)
字義溯源:兌換銀錢者;源自(κολλυβιστής)X*=銀錢);或出自(κολλούριον)=眼葯膏,使眼目銳利,好數算銀錢)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 兌換銀錢之人(2) 可11:15; 約2:15;
2) 兌換銀錢的(1) 太21:12
Translations
money changer
Arabic: صَرَّاف; Egyptian Arabic: صراف; Armenian: լումայափոխ, դրամափոխ; Azerbaijani: sərraf; Catalan: canvista; Dutch: geldwisselaar, wisselaar, wisselagent; English: moneychanger, money-changer, money changer; Finnish: rahanvaihtaja; French: changeur; German: Geldwechsler, Geldwechslerin; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐍄𐍄𐌾𐌰; Greek: αργυραμοιβός, σαράφης; Ancient Greek: ἀργυραμοιβός, ἀργυροκοπιστήρ, ἀργυρονόμος, ἀργυροπράτης, ἀργυροπῶλος, καταλλάκτης, κερματιστής, κερμοδότης, κολλυβιστής, λιτροσκόπος, νομισματοπώλης, τραπεζίτας, τραπεζίτης, τρεπεδδίτας; Hindi: सराफ़; Indonesian: penukar uang; Irish: malartóir airgid; Italian: scambista; Ladino Hebrew: סאראף; Ladino Latin: saraf; Latin: nummularius, argentarius; Malay: pengurup wang; Manx: maylartagh argid, caghlaader argid; Middle English: monymaker; Old Church Slavonic: пѣнѧжьникъ, тръжьникъ; Persian: صراف; Portuguese: cambista; Romanian: cambist, cambistă, zaraf; Russian: меняла; Scottish Gaelic: malairtiche-airgid, neach-malairt, neach-malairt airgid; Spanish: cambista; Thai: คนแลกเงิน; Uzbek: sarrof
als: Geldwechsler; bjn: pahurupan duit; cv: улшуç; eo: monŝanĝisto; fa: صراف; he: חלפנות כספים; id: penukar uang; ja: 両替商; lv: naudas mijējs; ne: मुद्रा सटही; sq: sarafi; uz: sarrof