κίκυμος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, = Vorigem, Hesych.

Greek Monolingual

κίκυμος και κίκυβος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «λαμπτήρ»
2. «γλαῡξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. της λ. κικκάδη].