ἀλεκτρυονώδης
English (LSJ)
ἀλεκτρυονῶδες, like a cock, πρὸς ἡδονάς, prob. for -υώδης, Eun.Hist.p.266D.
Spanish (DGE)
-ες semejante al gallo Eun.Hist.71.2.
German (Pape)
[Seite 92] ες, hahnenartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυονώδης: ες (εἶδος) ὅμοιος ἀλεκτρυόνι, Εὐνάπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 24.
Greek Monolingual
ἀλεκτρυονώδης, -ες (Α)
βλ. αλεκτρυώδης.