αλεκτρυώδης
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
Greek Monolingual
ἀλεκτρυώδης και ἀλεκτρυονώδης, -ες (Α) ἀλεκτρυών
ερωτιάρης σαν κόκορας
«πρὸς ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης».
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
ἀλεκτρυώδης και ἀλεκτρυονώδης, -ες (Α) ἀλεκτρυών
ερωτιάρης σαν κόκορας
«πρὸς ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης».