ἐλαττονότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, being less, opp. μειζονότης, Iamb.in Nic.p.33 P.
German (Pape)
[Seite 790] ητος, ἡ, das Kleinersein, Wenigersein, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαττονότης: ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ ἐλάττων, ἀντίθετον τῷ μειζονότης, Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.
Greek Monolingual
ἐλαττονότης, η (Α)
το να είναι κάτι έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από κάτι άλλο.