[Seite 37] ἡ, = ἀνδράχνη, Theophr.
ἀδράχνη: ἡ, εἶδος δένδρου, συχν. συγχεόμενον μετὰ τοῦ ἀνδράχνη, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 2, Πλίν. Hist. Natur, 13. 22.