ἀναχαιτισμός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 215] ὁ, dass., Sp., z. B. Io. Lyd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαιτισμός: ἀναχαίτισις, «κατ’ ἀναχαιτισμὸν τῶν προσδοκωμένων θορύβων» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολόγ. 6, σ. 380, Ἰω. Λυσ. περὶ Μην. 2. 15., 3. 52.