ἐνδᾳδόομαι
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
German (Pape)
[Seite 831] pass., am Kien ersticken, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδᾳδόομαι: παθ., πληροῦμαι ῥητίνης, (laeda fieri Πλίνιος), περὶ λεπισθέντος στελέχους πεύκης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.