[Seite 207] Stroh im Wagenkorbe fahren, Poll. 7, 116.
μοργεύω: μεταφέρω δράγματα δι’ ἁμάξης, κεκαλυμμένης διὰ δικτυωτοῦ περιφράγματος καλουμένου μόργου, Πολυδ. Ζ΄, 116.