ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
και ξεστομώ, ξεστομάω(συν. σχετικά με απρεπή λόγια) βγάζω από το στόμα μου, εκστομίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκστομίζω (αόρ. ἐξ-εστόμισα) βλ. λ. ξ(ε)-].