στοιχάριον

From LSJ
Revision as of 09:43, 23 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

German (Pape)

[Seite 945] τό, dim. von στοῖχος, Sp.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στιχάρι, στιχάριο (II).

Wikipedia EL

Το στιχάριο ή στοιχάριον είναι άμφιο, κληρικών κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία που περιβάλλονται κατά την διάρκεια τέλεσης ιερουργίας ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια).