χαλδαϊκός

From LSJ
Revision as of 09:13, 26 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαλδαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ Χαλδαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη χώρα τους
2. φρ. «Χαλδαϊκή Εκκλησία»
εκκλ. τμήμα της Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική παρουσία στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, αλλά διασκορπίστηκε αργότερα και, σήμερα, είναι μια ουνιτική Εκκλησία με έδρα τη Βαγδάτη
β) «χαλδαϊκή γλώσσα» — αρχαία γλώσσα της βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη γλώσσα της Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική γλώσσα.

Translations

Chaldean

Arabic: كَلْدَانِيّ‎; Coptic: ⲭⲁⲗⲇⲁⲓⲟⲥ; Czech: chaldejský; Danish: kaldæisk; Esperanto: ĥaldea; Finnish: kaldealainen; Galician: caldeo; German: chaldäisch; Greek: χαλδαϊκός; Hebrew: כַּשְׂדִּי‎; Irish: Caildéach; Latin: chaldaicus; Polish: chaldejski; Russian: халдейский