πολυκύμαντος
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
German (Pape)
[Seite 665] viel od. sehr wogend, nur Conj. für πολυαίματος, s. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκύμαντος: καὶ -κύμᾰτος, ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων σαλευόμενος, Ἄννα Κομν. σ. 445Α, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκύμονος.