A v. λευκόκρας.
[Seite 34] οἱ βόες, mit weißen Hörnern, Hesych., wenn es nicht λευκόκρατες, mit weißen Köpfen, heißen soll.
λευκοκέρᾱτες: οἱ, ἔχοντες λευκὰ κέρατα, μόνον παρ’ Ἡσυχ., ἔνθα ἡ τάξις ἀπαιτεῖ, λευκόκρατες, ὅπερ διώρθωσεν ὁ Salm.