λευκοκέρατες

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

   A v. λευκόκρας.

German (Pape)

[Seite 34] οἱ βόες, mit weißen Hörnern, Hesych., wenn es nicht λευκόκρατες, mit weißen Köpfen, heißen soll.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοκέρᾱτες: οἱ, ἔχοντες λευκὰ κέρατα, μόνον παρ’ Ἡσυχ., ἔνθατάξις ἀπαιτεῖ, λευκόκρατες, ὅπερ διώρθωσεν ὁ Salm.