τάξις
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
τάξεως, Ion. τάξιος, ἡ, (τάσσω)
A arranging, arrangement:
I in military sense:
1 drawing up in rank and file, order or disposition of an army, Th.5.68 (init.), 7.5, etc.; τὰ ἀμφὶ τάξεις rules for it, tactics, X.An.2.1.7; τάξις καὶ ἀντίταξις Phld.Piet.12.
2 battle array, order of battle, κατὰ τάξιν Hdt.8.86; ἐν τάξει Th.4.72, etc.; ἐς τάξιν καθίστασθαι, ἐς τάξιν ἀνάγειν, ib.93, Ar.Av.400 (anap.); ἵνα μὴ διασπασθείη ἡ τάξις Th.5.70; of ships, ἀποπλῶσαι ἐκ τῆς τάξιος Hdt.6.14.
3 a single rank or line of soldiers, ἐπὶ τάξιας ὀλίγας γίγνεσθαι to be drawn up a few lines deep, ib.III, cf. 9.31; ἐλύθησαν αἱ τάξεις τῶν Περσῶν Pl.La.191c.
4 body of soldiers, A.Pers.298, S.OC1311; esp. at Athens, the quota of infantry furnished by each φυλή (cf. ταξίαρχος ΙΙ), Lys.16.16; but freq. of smaller bodies, company, X.An. 1.2.16, 6.5.11, etc.; ἱππέων τάξις ib.1.8.21; so of ships, squadron, A.Pers.380: generally, band, company, φιλία γὰρ ἥδε τάξις, of the chorus, Id.Pr.128 (lyr.); ἐμφανίσας μοι ἐν ᾗ ἔσομαι τάξει PCair.Zen. 409.6 (iii B.C.).
b esp. a contingent of 128 men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.2, Ael.Tact.9.3.
c in late Gr., membership of the militia palatina (cf. ταξεώτης), Lib.Or.27.17.
5 post or place in the line of battle, ἀξιεύμεθα ταύτης τῆς τάξεως Hdt.9.26, cf. 27; ἐν τῇ τάξει εἶχε ἑωυτόν Id.1.82; μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξει Id.3.158; τ. φυλάξων E.Rh. 664; ἡ τάξις φυλακτέα X.Cyr.5.3.43; ᾗ ἕκαστος τὴν τάξιν εἶχεν Id.An. 4.3.29; τῆς πρώτης τάξεως τεταγμένος Lys.14.11, cf. Th.5.68 (fin.); ἐκλιπόντας τὴν τάξιν Hdt.5.75, cf. 9.21; λείπειν τὴν τάξιν And.1.74, Pl.Ap. 29a, D.13.34, 15.32, Aeschin.3.159, etc.; παραχωρεῖν τῆς τάξεως D.3.36, etc.; but ἡγεμὼν ἔξω τάξεων officer on the unattached list, Arch.Pap.3.188, cf. Sammelb.599, OGI69 (Coptos); so οἱ ἔξω τάξεως staff-officers, aides-de-camp, D.S.19.22.
II generally, arrangement, order, ἡμερῶν τάξεως εἰς μηνῶν περιόδους Pl.Lg.809d; ἡ τῶν ὅλων τάξις X.Cyr.8.7.22; disposition, τῆς ψυχῆς Gorg.Hel.14: Rhet., disposition, opp. λέξις, Arist.Rh.1414a29; ἡ τάξις τοῦ λόγου Aeschin.3.205, cf. D.18.2, Sor.1.18, Gal.Libr.Ord.1; ὕστερον τῇ τάξει D.3.15, cf. Gal.6.68, 16.533; ἐν τάξει εἶναι, = μένειν, Pl.Tht.153e; τάξις καὶ ἠρεμία Arist.EE1218a23; εἰ τὰ γυμνάσια ἔχοι τὴν τάξιν ἐνταῦθα Id.Pol.1331a37; difft. from θέσις or mere position, Id.Ph.188a24, Thphr.Sens. 60 (θέσεως τάξις Gal.6.194; τάξις θέσεως is dub. l. in 16.709); ἡ κατὰ τάξιν τινὰ βασιλεία, opp. ἀόριστος τυραννίς, Arist.Rh.1366a2; καὶ τοῦτο κατὰ τάξιν, ἕως . .and so on, until... Sor.2.62.
2 order, regularity, εἰς τάξιν ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Pl.Ti.30a; τάξις καὶ κόσμος Id.Grg.504a; οὔτε νόμος οὔτε τάξις Id.Lg.875c, cf. R.587a; τάξις περιόδου Epicur.Ep.2p.42U.; διὰ τάξεως γίγνεσθαι Pl.Lg.780a; τάξιν ἔχειν to be regular, Thphr. HP3.9.6; ἐν τάξει = in an orderly manner, Pl.Lg.637e; so τάξει SIG741.12 (Nysa, i B.C., rendering of Lat. ordine).
3 ordinance, κατὰ τὴν τάξιν τοῦ νόμου Pl.Lg.925b; παρὰ τὴν τοῦ νομοθέτου τάξιν Id.Plt. 305c, etc.
b prescription, τὴν τοῦ λυσιτελοῦντος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τάξιν Id.Plt.294e; recipe, cj. in PHolm.2.2.
4 τάξις τοῦ φόρου assessment of tribute, X.Ath.3.5, cf. IG12.63.2, al.; τῶν ὀφειλημάτων περὶ τῆς πράξεως ib.57.13, cf. Lex ap.D.24.45; τάξις τῆς ὑδρείας a ration of water, Pl.Lg.844b.
5 political order, constitution, τάξις Κρητική, τάξις Λακωνική, etc., Arist.Pol.1271b40, cf. Ath.3.1, al.
III metaph. from 1.5, post, rank, position, station, ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα A.Eu. 396 (lyr.); ἡ τῶν ἀκοντιζόντων τάξις Antipho 3.2.7; ἰδία τοῦ βίου τάξις Isoc. 6.2; ἀνὴρ τῆς πρώτης τάξεως CIG2767.4 (Aphrodisias); οἰκέτου τάξις D.18.258, cf. PGnom.43, 196 (ii A.D.), Mitteis Chr.372 v 18 (ii A.D.); τ. ἔχοντος ἐν τῷ Μουσείῳ Sammelb.6674.10 (ii A.D.); ἐν τῇ Θετταλῶν τάξει ranging herself with the Thessalians, D.18.63; ἐν ἐχθροῦ τάξει as an enemy, Id.20.81, etc.; ἐν ἐπηρείας τάξει by way of insult, Id.18.13; ἀδύνατον εἶχεν τάξιν occupied an impossible position, i.e. was unthinkable, Hyp.(?) Oxy.1607.60; τὴν ὑπὲρ ὑμῶν ἑλόμενον τάξιν πολιτεύεσθαι championship of your cause, D.18.138, cf. Ep.3.15; ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τ. . . οὐκ ἔλιπον post of patriotism, Id.18.173.
IV order, class of men, X.Mem. 2.1.7; function, D.13.19.
2 list, register, ὅπως ταγῇ αὐτοῦ τὸ ὄνομα ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τάξει Sammelb.7359.15, cf. 7404.6, PSI9.1064.38, 10.1141.10 (all ii A.D.); ἡ τάξις τῶν κατοχίμων PTeb.318.21 (ii A.D.); τάξις λαογράφων PLond.2.182b2 (ii A.D.).
3 account, ἰδίας τάξεως POxy.61.8 (iii A.D.), cf. PLond.3.1107.26,30 (iii A.D.).
4 payment, ib.966.3 (iv A.D., cf. Arch.Pap.4.533).
5 category of land, κατοικικὴ τάξις BGU379.12 (i A.D.), cf. Wilcken Chr.341.15 (ii A.D.), etc.
V reduction of hernia by manipulation, Gal.14.781.
VI degree of heating power in drugs, Id.11.571,787, cf. Gorg.Hel. 14.
VII treatise, ἐν τῇ ὑστέρᾳ τάξει Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.153 B.
VIII fixed point of time, term, κατ' ἐνιαυτὸν ἢ κατά τινα ἄλλην τάξιν ἢ χρόνον Arist.Pol.1261a34; end (or perhaps date fixed for the end), μέχρι τάξεως αὐτῆς τῆς τρύγης Sammelb.5810.15 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1068] ἡ, 1) das Ordnen oder Stellen, die Ordnung, Stellung, Anordnung, Einrichtung; τοῦ νομοθέτου, Plat. Polit. 305 c; ἡ τῶν νόμων τάξις, Plut. Lyc. 4; ἐπιστήμης οὔτε νόμος οὔτε τάξις οὐδεμία κρείττων, Plat. Legg. IX, 875 c, u. öfter in dieser Vrbdg, τάξιν ποιεῖσθαι, anordnen, Polit. 294 e; übh. Ordnung, Gegensatz von ἀταξία, Tim. 30 a, so τάξεως καὶ κόσμου τυχοῦσα οἰκία, Gorg. 504 a, u. öfter. Bes. – a) die Aufstellung der Soldaten in Reih u. Glied oder in Schlachtordnung; Thuc. 7, 5, ὅπλα λαμβάνειν καὶ εἰς τάξιν τίθεσθαι, Xen. Hell. 6, 5, 28; ἐν τάξει ἔχειν, An. 1, 7, 20, τάξιν ποιεῖν, Cyr. 7, 1, 5. – b) die Bestimmung, Festsetzung, φόρου, Auferlegung eines Tributs. – 2) das Geordnete, Gestaltete, bes. – a) bei den Soldaten Reih und Glied. Schlachtordnung; Her 1, 82. 9, 26. 27; εἰς μάχην καὶ δορὸς τάξιν μολεῖν, Eur. Phoen. 701; τάξιν φυλάσσων, Rhes. 664; στρατὸν ἐπὶ τάξεσιν ὄντα, Bacch. 303; ἐς τάξιν καθίστασθαι, ἀνάγειν, Thuc. 4, 93; Ar. Av. 400; τάξιν διασπᾶν, Thuc. 5, 70; eine Abtheilung Soldaten, ξὺν ἑπτὰ τάξεσιν, Soph. O. C. 1313, Her. 6, 111; bes. in Athen die Abtheilung des Fußvolks, die eine jede φυλή ins Feld stellen mußte und die der ταξίαρ χος befehligte, Lys. 16, 16, bei den Folgdn bald größere, bald kleinere Schaar, Xen. An. 1. 2, 46 u. öfter, vgl. 6, 3. 11 Cyr. 2, 1, 25. – Allgemeiner, φιλία γὰρ ἥδε τάξις, Aesch. Prom. 128, die Schaar; auch Sp. – b) der in der Schlachtordnung angewiesene Platz, Posten; Her. 1, 82. 9, 26. 27 u. sonst; τὴν τάξιν λείπειν, Plat. Apol. 29 a; ᾑ ἕκαστος τήν τάξιν ἔχει, Xen. An. 4, 3, 29, u, öfter, τάξιν διαφυλάττειν, Cyr. 5, 3, 43, Folgde. – Übh. Platz, Stellung im bürgerlichen Leben, Rang u. dgl.; καίπερ ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα, Aesch. Eum. 374; Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει, Soph. Ai. 4; Xen. Mem. 2, 1, 7; τῆς τάξεως μὴ παραχωρεῖν, ήν οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι κτησάε μενοι κατέλιπον, Dem. 3, 36; ὡς τίνα τάξιν ἑαυτὸν ἔταξεν Αἰσχίνης ἐν τῇ πολιτείᾳ, welche Stellung nahm er ein, 19, 9; ἐν ἐχθροῦ τάξει, in der Eigenschaft eines Feindes, als Feind, 20, 81; vgl. εἰς ὑπηρέτου σχῆμα καὶ τάξιν προελήλυθεν ἡ πόλις, 23, 210; ὕστερον ὃν τῇ τάξει, der Zeit, der Ordnung nach, πρότερον τῇ δυνάμει, 3, 15; ἡ τοῦ δικαίου τάξις, 14, 35; οὐδ' ἐν ἐπηρείας τάξει καὶ φθόνου τοῦτο ποιεῖν, 18, 13; τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, 18, 173, u. öfter so zur Umschreibung dienend; κατασκόπου τάξιν ἔχων, Pol. 4, 3, 7, vgl. 3, 20, 5; u. so auch Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mise en ordre, arrangement, disposition, d'où :
I. bon ordre;
II. ordonnance, arrangement :
1 en gén. τάξις τοῦ λόγου ARSTT ordonnance du discours;
2 disposition de troupes, ordre de bataille : ἐν τάξει χωρεῖν THC s'avancer en ligne;
3 place assignée à chaque soldat, poste : μένειν ἐν τῇ ἑωϋτοῦ τάξει HDT rester à son poste ; λείπειν τὴν τάξιν PLAT, ἐκλείπειν HDT abandonner son poste ; fig. rang, condition, état, fonction : ἐν τάξει avec le gén. ATT en qualité de, à titre de ; ἐν ἐπηρείας τάξει DÉM par malveillance;
4 corps de troupe ; à Athènes bataillon d'infanterie fourni par chaque tribu et commandé par un ταξίαρχος ; p. ext. corps d'infanterie, compagnie, détachement ; qqf corps de cavalerie;
III. fixation d'une taxe.
Étymologie: τάσσω.
Russian (Dvoretsky)
τάξις: τάξεως, ион. τάξιος ἡ
1 воен. построение, расположение, боевые позиции, боевой порядок, строй (τῆς ἵππου καὶ τῶν ἀκοντιστῶν Thuc.; κατὰ τάξιν ναυμαχεῖν Her.);
2 воен. линия, ряд: ἡ πρώτη τ. Lys. первый ряд; ἐπὶ τάξις πλεῦνας κεκοσμημένοι Her. построенные многими рядами;
3 воинская часть, отряд, колонна (Xen.; σὺν ἑπτὰ τάξεσιν Soph.);
4 место в строю, пост (μένειν ἐν τῇ ἑωϋτοῦ τάξει Her.): τὴν τάξιν ἐκλείπειν Her. или λείπειν Plat., Arst. оставлять свой пост;
5 должность, звание: οἰκέτου τάξιν ἔχειν Dem. исполнять роль слуги; ἐν ἐχθροῦ τάξει Dem. будучи врагом; ἐν φθόνου τάξει ποιεῖν τι Dem. делать что-л. из зависти;
6 распорядок, порядок, устройство, организация (τοῦ ὅλου Xen.): ἡ Λακωνικὴ τ. Arst. лаконская конституция; τ. τῆς ὑδρείας Plat. порядок водоснабжения; αἱ τάξεις τοῦ φόρου Xen. нормы податного обложения; εἰς τάξιν ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Plat. из беспорядочного состояния перевести в упорядоченное; διὰ τάξεως и ἐν τάξει Plat. в определенном порядке, регулярно; ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ NT в порядке очереди, согласно дневному расписанию; κατὰ τὴν τάξιν τοῦ νόμου Plat. в законном порядке; εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν NT благопристойно и чинно.
Greek (Liddell-Scott)
τάξις: τάξεως, Ἰων. τάξιος, ἡ, (τάσσω) διάταξις, διευθέτησις, τακτοποίησις· Ι. ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας· 1) ἡ κατὰ σειρὰν παράταξις στρατεύματος, Θουκ. 5. 68., 7. 5, Ξεν., κλπ. · τὰ ἀμφὶ τάξεις, τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν τακτικὴν ἐπιστήμην, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. 2) παράταξις μάχης, τάξις μάχης, Λατ. acies, κατὰ τάξιν Ἡρόδ. 8. 86· ἐν τάξει Θουκ. 4. 72, κλπ.· ἐς τάξιν καθίστασθαι, ἀνάγειν αὐτόθι 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 400· τάξιν διασπᾶν Θουκ. 5. 70· καὶ ἐπὶ πλοίων, ἐκ τῆς τάξιος ἐκπλῶσαι Ἡρόδ. 6. 14. 3) ἁπλῆ τάξις ἢ σειρὰ στρατιωτῶν, Λατ. ordo, ἐπὶ τάξεις ὀλίγας γίγνεσθαι, εἰς ὀλίγον βάθος, αὐτόθι 111, πρβλ. 9. 31· ἐλύθησαν αἱ τ. τῶν Περσῶν Πλάτ. Λάχ. 191C. 4) ὡς τὸ τάγμα, σῶμα στρατιωτῶν, φάλαγξ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 298, Σοφ. Ο. Κ. 1311· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, ἡ φάλαγξ τοῦ πεζικοῦ ἣν παρεῖχεν εἰς τὸν πόλεμον ἑκάστη φυλὴ (πρβλ. ταξίαρχος), Λυσί. 140. 30., 147. 19· ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐπὶ μικροτέρων στρατιωτικῶν σωμάτων, οἷον σύνταγμα, τάγμα, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 16., 6. 5, 11, κλπ. (πρβλ. Arnold εἰς Θουκ. 4. 4)· τ. ἱππέων Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8. 21· οὕτως ἐπὶ πλοίων, στόλου μοῖρα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 380· - καθόλου, ὅμιλος, ὁμάς, φιλία γὰρ ἥδε τ., ἐπὶ χοροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 128· - παρὰ Βυζ. καὶ Ἐκκλ., σῶμα ἀστυνομικῶν ὑπαλλήλων ἢ τοιούτων τινῶν. 5) θέσις ἐν τῇ γραμμῇ τῆς μάχης, Λατ. statio, ἀξιεύμεθα ταύτης τῆς τ. Ἡρόδ. 9, 26, πρβλ. 27· ἐν τῇ τ. ἔχειν ἑωυτῷ 1. 82· μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τ. 3. 158· τ. φυλάσσειν Εὐρ. Ρῆσ. 664· ἡ τ. διαφυλακτέα Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43· ᾗ ἕκαστος τὴν τ. ἔχει ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4, 3, 29· τάξεως πρώτης τετάχθαι Λυσί. 140. 30· ἐκλείπειν τὴν τ. Ἡρόδ. 5. 75., 9. 21· λείπειν Ἀνδοκ. 10. 21, Πλάτ. Ἀπολ. 29Α, Δημ., κλπ. · τῆς τάξεως παραχωρεῖν ὁ αὐτ. 38. 26, κλπ.· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. ΙΙ. καθόλου, διευθέτησις, διάταξις, τάξις, Πλάτ., κλπ.· ἡμερῶν τάξ. εἰς μηνῶν περιόδους ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 809D· ἡ τοῦ ὅλου τ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22· ἡ τάξ. τοῦ λόγου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὑπόθεσιν ἢ τὸ περιεχόμενον αὐτοῦ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6, Αἰσχίν. 83. 18, Δημ. 226. 11· ὕστερον τῇ τάξει ὁ αὐτ. 32. 18· διάφορον τοῦ θέσις, ὅπερ σημαίνει ἁπλῶς τὸν τόπον ὃν κατέχει τι, Ἀριστ. Φυσ. 1. 5, 1, κλπ.· ἡ κατὰ τ. τινὰ βασιλεία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀόριστος τυραννίς, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 8, 4. 2) τάξις, κανονικότης, εἰς τ. ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Πλάτ. Τίμ. 30Α· τ. καὶ κόσμος ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 504Α· οὔτε νόμος οὔτε τ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 875C, πρβλ. Πολ. 587Α· διὰ τάξεως γίγνεσθαι αὐτόθι 780Α· ἐν τάξει, κατὰ τρόπον τακτικόν, αὐτόθι 637Ε. 3) τάξις, διάταξις, κατὰ τὴν τάξ. τοῦ νόμου Πλάτ. Νόμ. 925Β· παρὰ τὴν τοῦ νομοθέτου τ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 305C, κλπ. 4) τ. τοῦ φόρου, ἐπιβολὴ ἀνάλογος τοῦ φόρου κατὰ τὴν ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας, Ξεν. Ἀθην. 3, 5 (πρβλ. σύνταξις)· συνεννόησις, συμβιβασμὸς μετὰ τῶν δανειστῶν, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Νόμ. παρὰ Δημ. 715. 2. 5) πολιτικὴ τάξις, σύνταγμα πολιτικόν, πολίτευμα, τ. Κρητική, Λακωνικὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 4, κλπ. ΙΙΙ. κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῆς σημασίας Ι. 5, ἡ θέσις, τὸ ἀξίωμα ὅπερ κατέχει τις, ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα Αἰσχύλ. Εὐμ. 396· ἡ τάξις τῶν ἀκοντιζόντων Ἀντιφῶν 121. 43· ἰδία βίου τ. Ἰσοκρ. 116Β· ἐν τ. μενεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 153Ε· ἀνὴρ τῆς πρώτης τ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2767, 4· οἰκέτου τ. Δημ. 313. 13· ἐν Θετταλῶν τάξει, ἐν ἐχθροῦ τ. ὁ αὐτ. 246. 2., 481. 21, κλπ.· ἐν ἐπηρείας τάξει, δι’ ὑβριστικῆς διαγωγῆς, ὁ αὐτ. 229. 14. 2) τὸ καθῆκόν τινος πρὸς ἕτερον, ἡ ὑπέρ τινος τάξις ὁ αὐτ. 273. 26, πρβλ. 1478. 15· ἡ εὐνοίας τ., τὸ καθῆκον τῆς εὐνοίας, ὁ αὐτ. 286. 3. IV. τάξις ἀνθρώπων, οἷον ἀρχόντων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 7, Δημ. 171. 17. V. αἱ τάξεις, αἱ ἀποφάσεις, τὰ πρακτικὰ Συνόδου, Ἀθανάσ. - Πρβλ. τάσσω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
English (Strong)
from τάσσω; regular arrangement, i.e. (in time) fixed succession (of rank or character), official dignity: order.
English (Thayer)
τάξεως, ἡ (τάσσω), from Aeschylus and Herodotus down;
1. an arranging, arrangement.
2. order, i. e. a fixed succession observing also a fixed time: due or right order: κατά τάξιν, in order, orderly condition, στερέωμα, c.).
4. the post, rank, or position which one holds in civil or other affairs; and since this position generally depends on one's talents, experience, resources, τάξις becomes equivalent to character, fashion, quality, style, (οὐ γάρ ἱστορίας, ἀλλά κουρεακης λαλιᾶς ἐμοί δοκοῦσι τάξιν ἔχειν, Polybius 3,20, 5): κατά τήν τάξιν (for which in κατά τήν ὁμοιότητα) Μελχισέδεκ, after the manner of the priesthood (A. V. order) of Melchizedek (according to the Sept. of עַל־דִּבְרָתִי), T Tr WH omit the phrase).
Greek Monolingual
η / τάξις, τάξεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. τάξιος Α τάσσω
1. η κατά ορισμένη σειρά ή κατά ορισμένο τρόπο κατάταξη (α. «χρονολογική τάξη» β. «ἡμερῶν τάξεως εἰς μηνῶν περιόδους», Πλάτ.)
2. η κατά τρόπο αρμονικό διευθέτηση, τακτοποίηση, κανονικότητα (α. «προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου» β. «τάξιν έχειν», Θεόφρ.
γ. «εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας», Πλάτ.)
3. το σύνολο τών προσώπων μιας κοινωνικής κατηγορίας που κατέχουν όμοια κοινωνική θέση, ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο και τα οποία για τον λόγο αυτό έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (α. «η τάξη τών διανοουμένων» β. «η τάξη τών αρχόντων» γ. «η τάξη τών πλουσίων» δ. «η τάξη τών καλλιεργητών» ε. «ἐπὶ τῇ προαιρέσει τῶν πολιτευμάτων ἐπαινούμενον ὅτι τῆς μέσης τάξεως ἦν», Διον. Αλ.
στ. «επειδὴ και τούτων ἑκατέρου τοῦ φύλου τὴν τάξιν οἶσθα, ἤδη ποτ' ἐπισκέψω εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἄν τάττοῖς;», Ξεν.)
4. υποδιαίρεση ομάδας προσώπων ή πραγμάτων σύμφωνα με τα κοινά τους γνωρίσματα ή τον κοινό τους χαρακτήρα, κατηγορία (α. «τάξη της Ακαδημίας» — καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις της Ακαδημίας σε επιστημονικούς κλάδους
β. «ὅπως ταγῇ τὰ ἄνομα αὐτοῦ ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τάξει», πάπ.)
5. τοποθέτηση τών στρατιωτών κατά σειρά, γραμμή στρατιωτών (α. «πυκνή τάξη» β. «πεντήκοντα άνδρες ἡ πρώτη τάξις ἦν», Θουκ.)
6. τρόπος με τον οποίο διατάσσονται στρατεύματα ή πλοία για μάχη, πορεία ή επιθεώρηση (α. «τάξη ακροβολισμού» β. «τάξη αγκυροβολίας» γ. «ἵνα... μὴ διασπασθείη αὐτοῖς ἡ τάξις», Θουκ.
δ. «τῶν μὲν... σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων καὶ κατά τάξιν», Ηρόδ.)
7. κατάσταση (α. «απ' την τάξη τη μουχλή στο πατρικό μου να γερνώ», Μαλακ.
β. «συχνούς δὲ παντελώς πηρωθέντας τὰς ὁράσεις... εἰς τὴν προϋπάρξασαν ἀποκαθίστασθαι τάξιν», Διόδ.)
8. εκκλησιαστικό αξίωμα (α. «η τάξη τών διακόνων» β. «ἱερέα... κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρών», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) θεμελιώδης έννοια στην οποία ανακλάται ο τρόπος ύπαρξης και διαδοχής ως προς τον χώρο και τον χρόνο πραγμάτων, γεγονότων και φαινομένων βάσει ορισμένων νόμων και αρχών έτσι ώστε το καθένα να κατέχει και να διατηρεί μια ορισμένη θέση μέσα σε ένα συστηματικά δομημένο σύνολο (α. «η τάξη της φύσης» β. «η τάξη του σύμπαντος»)
2. ισορροπία και συνοχή τών κοινωνικών σχέσεων, που διασφαλίζονται με την καλή λειτουργία του συστήματος νόμων και θεσμών οι οποίοι διέπουν μια κοινωνία στο οικονομικό, πολιτικό, νομικό, διοικητικό επίπεδο (α. «πρώτο μέλημα τών ειρηνευτικών δυνάμεων είναι η αποκατάσταση της τάξης» β. «τάξη και ασφάλεια επικρατεί σε ολόκληρη τη χώρα»)
3. βιολ. α) συστηματική μονάδα που χρησιμοποιείται στην ταξινομική κατάταξη και η οποία βρίσκεται μεταξύ ομοταξίας και οικογένειας
β) κίνηση προσανατολισμού γενετικά καθορισμένη την οποία εκδηλώνει ένας οργανισμός, συνήθως ένα απλό φυτό ή ζώο, και που προκαλείται και διατηρείται από ένα ερέθισμα του εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλ. ταξία
4. (κληρον. δίκ.) ομάδα συγκεκριμένων κληρονόμων στην εξ αδιαθέτου διαδοχή σύμφωνα με διαχωρισμό τους από τον νόμο και με τέτοιον τρόπο ώστε όσοι ανήκουν σε κατά σειρά προηγούμενη ομάδα, δηλαδή τάξη, να αποκλείουν από την κληρονομία όλους τους άλλους
5. καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις ενός πλήρους κύκλου σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα σχολικό έτος (α. «είναι δάσκαλος στην πρώτη τάξη» β. «έμεινε στην ίδια τάξη» — απορρίφθηκε)
6. (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών μαθητών που εντάσσονται στην υποδιαίρεση αυτή («σήμερα ο δάσκαλος εξέτασε όλη την τάξη»)
7. συνεκδ. καθεμιά από τις αίθουσες διδασκαλίας τών σχολείων («οι μαθητές στόλισαν την τάξη για τη γιορτή τών Χριστουγέννων»)
8. διαβάθμιση αξιώματος, ιεραρχική διαβάθμιση (α. «πρώτος τη τάξει υπουργός» β. «τμηματάρχης πρώτης τάξεως»)
9. βαθμός, βαθμίδα, ποιοτική αξία (α. «ύφασμα πρώτης τάξεως» β. «ήταν γεύμα πρώτης τάξεως»)
10. ευπρέπεια, κοσμιότητα («με τάξη και με φρόνεψη εμπήκαν κι εθωρούσα», Ερωτόκρ.)
11. (σπάν.) η εμμηνορρυσία τών γυναικών, η περίοδος («έχει την τάξη της αυτές τις μέρες»)
12. φρ. α) «κοινωνική τάξη»
(κοινων.) i) η ομάδα τών ατόμων που ανήκουν σε μια τάξη ιστορικά προσδιορισμένη στα πλαίσια της κοινωνίας και τα οποία διακρίνονται από τον τρόπο ζωής τους και από την ιδεολογία τους
ii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) μεγάλη ομάδα ατόμων, ιστορικά συγκροτημένη, που διαφέρει από τις άλλες ομάδες σε ό,τι αφορά τη θέση την οποία κατέχει μέσα σε ένα ορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής αγαθών, τη σχέση της έναντι τών μέσων παραγωγής, τον ρόλο που εκπληρώνει στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, τον τρόπο με τον οποίο αποκτά το μερίδιό της από τον κοινωνικό πλούτο καθώς και ως προς το μέγεθος του μεριδίου αυτού
β) «δημόσια τάξη»
(νομ.-πολ.) βλ. δημόσιος
γ) «αστική τάξη»
(κοινων.) i) η τάξη τών αστών, η τάξη τών κατοίκων της πόλης, σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους της υπαίθρου
ii) κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν πρόσωπα με μη χειρωνακτική απασχόληση τα οποία έχουν μια άνετη οικονομική κατάσταση
iii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) κοινωνική τάξη η οποία στο καπιταλιστικό σύστημα είναι κυρίαρχη, ιδιοκτήτρια τών κύριων μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία και κατέχει την κρατική εξουσία
δ) «εργατική τάξη»
(κοινων.) i) το σύνολο τών έμμισθων εργατών που εξαρτώνται από ένα σύστημα παραγωγής και είναι υποχρεωμένοι να πωλούν την εργατική τους δύναμη στους διαχειριστές αυτού του συστήματος παραγωγής
ii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) μία από τις κύριες κοινωνικές τάξεις, που είναι ελεύθερη από νομική άποψη αλλά στερείται μέσων παραγωγής ή άλλης πηγής πλούτου και είναι, για τον λόγο αυτό, υποχρεωμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη στους ιδιοκτήτες τών μέσων παραγωγής, δηλαδή στην αστική τάξη, αλλ. προλεταριάτο
ε) «άρχουσα τάξη» ή «ιθύνουσα τάξη» ή «κυβερνώσα τάξη»
(κοινωνιολ.) το σύνολο τών ατόμων που ασκούν κατά τρόπο θεσμοθετημένο ή ανεπίσημο την εξουσία
στ) «πάλη τών τάξεων» — βλ. πάλη
ζ) «καθεστηκυία τάξη» — βλ. καθιστώ
η) «νέα διεθνής [ή παγκόσμια] τάξη»
διεθν. δίκ. θεμελιώδης έννοια της διεθνούς πολιτικής της οποίας το περιεχόμενο συνεπάγεται, με βάση τις αναλύσεις, τάσεις και μεταλλάξεις που συντελέστηκαν στον σημερινό κόσμο, ριζική αλλαγή της ουσίας τών διεθνών σχέσεων με σκοπό την ελεύθερη ανάπτυξη όλων τών κρατών και εθνών και την παγίωση νέων, δίκαιων, ισότιμων και δημοκρατικών σχέσεων μεταξύ τους
θ) «τάξη χημικής αντίδρασης»
χημ. (στη χημική κινητική) μέγεθος ενδεικτικό του μηχανισμού μιας χημικής αντίδρασης
ι) «αξιωματικός από τις τάξεις» — αξιωματικός που δεν φοίτησε σε στρατιωτική σχολή
ια) «εν τάξει»
i) όπως πρέπει, όπως αρμόζει, κανονικά
ii) καλώς, σύμφωνοι
13. παροιμ. φρ. «το μετάξι θέλει τάξη, / κι άνθρωπο να το διατάξει [ή να το κοιτάξει]» — δηλώνει ότι κάθε έργο απαιτεί άνθρωπο με τα κατάλληλα προσόντα και ικανότητες
μσν.
1. διατριβή, πραγματεία
2. (με περιλπτ. σημ.) όσα είναι καθιερωμένα να γίνονται στις τελετές, η εθιμοτυπία («Έκθεσις βασιλείου τάξεως» — τίτλος έργου του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου)
3. στον πληθ. αἱ τάξεις
τα πρακτικά τών αποφάσεων δημόσιων αρχόντων
4. σώμα αστυνομικών υπαλλήλων
μσν.-αρχ.
1. διάταξη, κανόνας («κατὰ τὴν τάξιν τοῦ νόμου ἐπὶ τὸν κλῆρον πορευέσθω», Πλάτ.)
2. προσταγή, παραγγελία
3. τα μέλη της βασιλικής φρουράς, οι βασιλικοί ή αυτοκρατορικοί ακόλουθοι
αρχ.
1. (ρητ.) η διάταξη τών διαφόρων μερών του λόγου
2. κανονισμός δίαιτας, συνταγή («τὴν τοῦ λυσιτελοῦν
τος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τάξιν», Πλάτ.)
3. εκτίμηση, προσδιορισμός («τάξις φόρου» — επιβολή φόρου κατά την εκτίμηση της περιουσίας, Ξεν.)
4. το πολίτευμα («ἔχει δ' ἀνάλογον ή Κρητική τάξις πρὸς τὴν Λακωνικήν», Αριστοτ.)
5. σώμα στρατιωτών, φάλαγγα
6. (ιδίως στην Αθήνα) το σύνολο τών οπλιτών που παρείχε στον πόλεμο καθεμιά από τις δέκα φυλές και της οποίας διοικητής ήταν ο ταξίαρχος
7. λόχος πεζών στρατιωτών
8. τάγμα ιππέων
9. σώμα ιππέων ή άλλων στρατιωτών με ειδικό οπλισμό
10. στρατιωτικό σώμα από 120 άνδρες
11. μοίρα στόλου
12. (γενικά) όμιλος, ομάδα
13. η θέση που κατείχε ο μαχητής στη γραμμή της μάχης
14. δημόσια υπηρεσία, αξίωμα («τήν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ», Δημοσθ.)
15. κατηγορία γης («ἀρούρης ἥμισυ ὄν ἐν κατοικικῇ τάξει», πάπ.)
16. λογαριασμός («ἐν ἰδίᾳ τάξει τίθεται τὸ κεφάλαιον», πάπ.)
17. ιατρ. α) βαθμός της θερμαντικής δύναμης φαρμάκων
β) ελάττωση της κήλης με κατάλληλους χειρισμούς
18. ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, όριο
19. η ημερομηνία που έχει καθοριστεί ως τέρμα, τελευταία προθεσμία, τέλος
20. ευπείθεια, πειθαρχία («βλέπων ὑμών τὴν τάξιν», ΚΔ)
21. μτφ. θέση, μέρος, τόπος (α. «καίπερ ὑπὸ χθόνα τάξιν έχουσα», Αισχύλ.
β. «οἰκέτου τάξιν, οὐκ ελευθέρου παιδὸς ἔχων», Δημοσθ.)
22. φρ. α) «οἱ ἔξω τάξεως» — οι αξιωματικοί του επιτελείου (Διόδ.)
β) «τάξις της ὑδρείας» — κανονισμός διανομής νερού (Πλάτ.)
γ) «ἐν τάξει» — με τακτικό τρόπο, τακτικά (Πλάτ., επιγρ.)
δ) «κατὰ τάξιν» — σταδιακά
ε) «ἐν ἐπηρείας τάξει» — με υβριστική διαγωγή (Δημοσθ.)
στ) «ἐν ἐχθροῦ τάξει» — με εχθρικές διαθέσεις (Δημοσθ.).
Greek Monotonic
τάξις: -εως, Ιων. -ιος, ἡ (τάσσω), διευθέτηση, τακτοποίηση·
I. με στρατιωτική σημασία:
1. η κατά σειρά παράταξη στρατεύματος, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· τὰ ἀμφὶ τάξεις, αυτά που αφορούν στην τέχνη της στρατιωτικής τακτικής, σε Ξεν.
2. παράταξη μάχης, διάταξη μάχης, Λατ. acies, κατὰ τάξιν, σε Ηρόδ.· ἐν τάξει, σε Θουκ. κ.λπ.
3. απλή παράταξη ή σειρά στρατιωτών, Λατ. ordo, ἐπὶ τάξεις ὀλίγας γίγνεσθαι, είμαι παρατεταγμένος λίγες σειρές σε βάθος, στον ίδ.
4. στρατιωτικό σώμα, τάγμα, φάλαγγα, σε Αισχύλ., Σοφ.· στην Αθήνα, φάλαγγα πεζικού την οποία προσέφερε στον πόλεμο κάθε φυλή (πρβλ. ταξίαρχος II), σε Λυσ.· λέγεται για μικρότερα στρατιωτικά σώματα, σύνταγμα, λεγεώνα, σε Ξεν.· ομοίως λέγεται για πλοία, ναυτική μοίρα, σε Αισχύλ.· γενικά όμιλος, ομάδα, στον ίδ.
5. θέση στη γραμμή της μάχης, Λατ. statio, σε Ηρόδ.· μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξει, αντίθ. προς το ἐκλείπειν τὴν τάξιν, στον ίδ.
II. 1. γενικά, διευθέτηση, διάταξη, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. τάξη, κανονικότητα, στον ίδ.
3. τάξις τοῦ φόρου, επιβολή φόρου, σε Ξεν.· συνεννόηση με τους δανειστές, σε Νόμ. παρά Δημ.
4. πολιτική τάξη, πολιτικό σύνταγμα, σε Αριστ.
III. μεταφ. από το I. 5, θέση, αξίωμα που κατέχει κάποιος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν Θετταλῶν τάξει, ἐν ἐχθροῦ τάξει, θεωρούμενοι Θεσσαλοί, ως εχθροί, σε Δημ.· ἐν ἐπηρείας τάξει, με υβριστική διαγωγή, στο ίδ.· ἡ εὐνοίας τάξις, το καθήκον της εύνοιας, στον ίδ.
IV.τάξη ανθρώπων, όπως εκείνη των αρχόντων, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
τάξις, εως, τάσσω
an arranging:
I. in military sense:
1. a drawing up, the order or disposition of an army, Thuc., Xen., etc.; τὰ ἀμφὶ τάξεις tactics, Xen.
2. battle array, order of battle, Lat. acies, κατὰ τάξιν Hdt.; ἐν τάξει Thuc., etc.
3. a single rank or line of soldiers, Lat. ordo, ἐπὶ τάξεις ὀλίγας γίγνεσθαι to be drawn up a few lines deep, Thuc.
4. a body of soldiers, a squadron, Aesch., Soph.: at Athens, the quota of infantry furnished by each φυλή (cf. ταξίαρχος II), Lys.: of smaller bodies, a company, cohort, Xen.; so of ships, a squadron, Aesch.:—generally, a band, company, Aesch.
5. a post or place in the line of battle, Lat. statio, Hdt.; μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξει, opp. to ἐκλείπειν τὴν τ., Hdt.
II. generally, an arrangement, order, Plat., etc.
2. order, regularity, Plat.
3. τ. τοῦ φόρου an assessment of tribute, Xen.: an arrangement with creditors, Lex ap. Dem.
4. a political order, a constitution, Arist.
III. metaph. from I. 5, the post or position one holds, Aesch., etc.; ἐν Θετταλῶν τάξει, ἐν ἐχθροῦ τ. viewed as Thessalians, as an enemy, Dem.; ἐν ἐπηρείας τάξει by way of insult, Dem.
2. one's duty towards another, ἡ ὑπέρ τινος τ. Dem.; ἡ εὐνοίας τ. the duty of good-will, Dem.
IV. a class of men, as of magistrates, Xen., Dem.
Chinese
原文音譯:t£xij 他克西士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:規定的
字義溯源:循規蹈矩,等次,次,本性,次序;源自(τάσσω)*=安排)
出現次數:總共(10);路(1);林前(1);西(1);來(7)
譯字彙編:
1) 等次(6) 來5:6; 來5:10; 來6:20; 來7:11; 來7:17; 來7:21;
2) 等次呢(1) 來7:11;
3) 循規蹈矩(1) 西2:5;
4) 次序(1) 林前14:40;
5) 次(1) 路1:8
English (Woodhouse)
arrangement, condition, contingent, department, division, duty, function, line, office, order, position, post, quota, rank, row, station, task, work, allotted task, appointment office, band of soldiers, body of soldiers, body of troops, division of an army, fixing of the amount, line of battle, line of soldiers, military arrangement, of a fleet, order of battle, position assigned one, troop of soldiers
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
ordo, order, rank, 2.84.2, 4.126.5, 4.126.6, 4.128.1, 5.68.1, 6.34.4, 7.30.2, 7.78.1,
acies, battle line, 4.72.2, 4.93.2, 4.94.2,
V. 4.66.1, 8.69.1,
prima acies, front line, 5.68.3,
locus in acie, post in the line, 5.67.1,
ratio ordinis militaris, system of battle array, 4.125.2,
exercitus in acie, army drawn up in line, 5.70.1, 7.5.3,
certa militum manus, fixed troop of soldiers, 2.79.5,
iusti militum ordines, ranks of soldiers properly aligned, 3.87.3.
Translations
order (arrangement)
Afrikaans: volgorde; Arabic: تَرْتِيب, نِظَام; Armenian: կարգ; Avar: низам; Azerbaijani: nizam; Bashkir: тәртип; Belarusian: парадак; Bulgarian: ред, порядък; Burmese: အစဉ်, အစီအလျဉ်, အစီအစဉ်; Catalan: ordre; Chinese Cantonese: 順序, 顺序; Mandarin: 順序, 顺序; Czech: pořadí, uspořádání; Danish: ordning, rækkefølge; Dutch: volgorde, orde; Esperanto: ordo; Finnish: järjestys; French: ordre; Galician: orde; Georgian: წესრიგი; German: Ordnung, Reihenfolge; Alemannic German: Ornig; Ancient Greek: τάξις; Hebrew: סֵדֶר; Hindi: तरतीब, नियम, क्रम, व्यवस्था, निजाम, निज़ाम, विधान, तंज़ीम, तनजीम, तरतीब; Hungarian: rendezés, rend, elrendezés, sorrend; Icelandic: röð; Indonesian: aturan, susunan; Interlingua: ordine; Irish: bail; Italian: ordine, comando, direttiva, disposizione, sequenza; Japanese: 順序; Kazakh: тәртіп; Khmer: ការរៀបចំ, របៀប; Korean: 순서(順序), 질서(秩序); Kyrgyz: тартип, ирет; Lao: ລະບຽບ, ລຳດັບ; Latin: ordo; Latvian: kārtība, secība; Lithuanian: tvarka; Luxembourgish: Reiefolleg; Macedonian: ред, поредок; Maori: raupapa; Mizo: indawtdàn; Northern Sami: ortnet; Norwegian Bokmål: ordning, orden, rekkefølge; Old English: leodgeþincþu; Persian Dari: تَرْتِیب, نِظَام; Iranian Persian: تَرْتیب, نِظام; Polish: porządek; Portuguese: ordem; Romagnol: régula; Romanian: ordine, rânduială; Romansch: urden; Russian: порядок; Sanskrit: विधान; Scottish Gaelic: òrdugh; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀редак; Roman: pòredak; Slovak: poriadok; Slovene: red, ureditev; Sorbian Lower Sorbian: rěd; Spanish: orden; Swahili: oda; Swedish: ordning, följd; Tagalog: katiwasayan, kasunran; Tajik: тартиб, низом; Telugu: అమరిక; Thai: ระเบียบ, ลำดับ, อันดับ, ขนบ; Turkish: düzen, tertip; Turkmen: tertip; Ukrainian: порядок; Urdu: تَرْتِیب, نِظام; Uzbek: tartib; Vietnamese: thứ tự
arrangement
Czech: rozmístění; Esperanto: aranĝo; Finnish: järjestys; French: disposition; Ancient Greek: τάξις; Icelandic: skipan, uppsetning, uppröðun, uppstilling; Italian: incontro; Lithuanian: išdėstymas; Macedonian: распоред; Malayalam: ക്രമീകരണം; Maori: whakaritenga; Polish: układ; Portuguese: arranjamento; Russian: расстановка, расположение; Sanskrit: विधान; Spanish: disposición; Swahili: orodha, orodha; Telugu: అమరిక