χορτασία
English (LSJ)
ἡ,
A being fed, fullness, κοιλίας LXXPr.24.15; εἰς χορτασίαν Sammelb.6949.17 (Axum, iv A. D.). 2 being fed, AP11.313 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Stallfüttern, übh. das Füttern Mästen, Sättigen, Pallad. 26 (IX, 502).
Greek (Liddell-Scott)
χορτᾰσία: ἡ, τὸ χορτάζεσθαι, χορτασμός, πλήρωσις, κοιλίας Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΔ΄, 15)· εἰς χορτασίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 17. 2) φαγητὸν χορταστικόν, Ἀνθ. Π. 11. 313.