χορτασμός
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
ὁ, = χορτασία, Anaxandr.76, Simp.in Epict.p.69 D.
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, = χορτασία, Anaxandrid. be Poll. 6, 43.
Greek (Liddell-Scott)
χορτασμός: ὁ, = χορτασία, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 27.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και χορταμός Ν χορτάζω
το να χορταίνει κανείς, ο κορεσμός της πείνας (α. «ο χορτασμός και η απόλαυσις», Ζερβ.
β. «λαβροσιάων, χορτασμῶν ἀκόσμων», Αναξανδρ.)
νεοελλ.
φρ. «χορτασμό δεν έχει»
(για πρόσ.) είναι αχόρταγος.
Translations
satiety
Arabic: شَبَع; Bulgarian: насита, насищане; Catalan: sacietat; Chinese Mandarin: 飽腹感, 饱腹感; Czech: sytost, nasycenost; Danish: mæthed; Dutch: verzadiging; Finnish: kylläisyys; French: satiété; Galician: saciedade, fartura; Georgian: სიმაძღრე; German: Sattheit, Sättigung, Befriedigung; Greek: κορεσμός; Ancient Greek: ἅδος, ἔμπλησμα, διακορία, ἦδος, κόρος, πληθώρα, πληθώρη, πλήρωμα, πλησμονή, τὸ πλήσμιον, χορτασία, χορτασμός; Hebrew: שֹבַע, שָֹבְעָה; Latin: satietas; Manx: sonnys; Polish: sytość, najedzenie; Portuguese: saciedade; Punjabi: ਰੱਜ; Romanian: sațietate; Russian: сытость; Spanish: saciedad; Tocharian B: soylñe; Turkish: tokluk; Welsh: syrffed; ǃXóõ: da̰m