κονδυλισμός

Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A striking with the fist, maltreatment, Artem.2.15, LXX Ze.2.8.

German (Pape)

[Seite 1480] ὁ, das mit der Faust Schlagen, Ohrfeigen; übh. Mißhandlung; Artemidor. 2, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλισμός: ὁ, κτύπημα διὰ τῆς πυγμῆς, γρονθοκόπημα, κακομεταχείρισις, Ἀρτεμίδ. 2. 15, Ἑβδ. (Σοφονίας. Β΄, 8).