κονδυλισμός
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ὁ, striking with the fist, maltreatment, Artem.2.15, LXX Ze.2.8.
German (Pape)
[Seite 1480] ὁ, das mit der Faust Schlagen, Ohrfeigen; übh. Mißhandlung; Artemidor. 2, 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῠλισμός: ὁ, κτύπημα διὰ τῆς πυγμῆς, γρονθοκόπημα, κακομεταχείρισις, Ἀρτεμίδ. 2. 15, Ἑβδ. (Σοφονίας. Β΄, 8).
Greek Monolingual
κονδυλισμός, ὁ (Α) κονδυλίζω
γρονθοκόπημα, κακοποίηση, χτύπημα με την πυγμή.