παγκοίρανος

Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A supreme ruler, θεὰ παγκοίρανε θήρης Opp.C.4.21.

German (Pape)

[Seite 436] Alles beherrschend, θεὰ παγκοίρανε θήρης, Opp. Cyn. 4, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παγκοίρᾰνος: -ον, κύριος πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· Σαβάζιος Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.