μεταρσιολέσχης

Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = μετεωρολέσχης, Pl.Sis.389a.

German (Pape)

[Seite 153] ὁ, = μετεωρολέσχης, der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολέσχης: -ου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Πλάτ. Σίσυφ. 389Α.