μεταρσιολέσχης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = μετεωρολέσχης, Pl.Sis.389a.
German (Pape)
[Seite 153] ὁ, = μετεωρολέσχης, der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιολέσχης: -ου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Πλάτ. Σίσυφ. 389Α.