μετεωρολέσχης
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
μετεωρολέσχου, ὁ, star-gazer, visionary, Pl.R. 489c, Plu.Nic.23, Luc.Icar.5: also in good sense, οἱ περὶ ἀστρονομίαν μ. Ph.1.645.
German (Pape)
[Seite 160] ὁ, verächtlicher Ausdruck für μετεωρολόγος, von hohen Dingen schwatzend; τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας, so werden die Philosophen von den Ungebildeten genannt, Plat. Rep. VI, 489 c; Luc. Icarom. 5 u. oft.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui disserte ou bavarde dans les nuages.
Étymologie: μετέωρος, λέσχη.
Greek Monolingual
μετεωρολέσχης, ὁ (Α)
1. αυτός που φλυαρεί για ουράνια φαινόμενα ή σώματα («καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῖς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις», Πλάτ.)
2. μετεωρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -λέσχης (< λέσχη «συγκέντρωση, φλυαρία»), πρβλ. αδολέσχης, μεταρσιολέσχης.
Greek Monotonic
μετεωρολέσχης: -ου, ὁ, αυτός που φλυαρεί για υψηλά θέματα, αιθεροβάμων, οραματιστής, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεωρολέσχης: ου ὁ болтающий о заоблачных делах, высокопарный болтун Plat., Plut., Luc.
Middle Liddell
μετεωρο-λέσχης, ου, ὁ,
one who prates on things above, a star-gazer, visionary, Plat.