ὑποβαστάζω
English (LSJ)
A bear from under, underprop, Charito 3.6, Gal.14.717 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1211] (s. βαστάζω), ertragen, unterstützen, v. l. für ὑποστεγάζω bei Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβαστάζω: βαστάζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὸν Χαιρέαν ὑποβαστάσας ἐξήγαγεν ἐκεῖθεν Χαρίτων 3. 6, Γαλην. τ. 14, σ. 717, 12.