ὑποστηρίζω
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
underprop, sustain, LXX Ps. 36 (37).17, al., Luc. Hist. Conscr. 3, VH 1.32, Gal. 18(2).433; τῷ λαιῷ βραχίονι τὸ τόξον ὑπεστήρικτο Hld. 1.2.
French (Bailly abrégé)
soutenir, étayer, appuyer.
Étymologie: ὑπό, στηρίζω.
German (Pape)
(στηρίζω), unterstützen, Luc. conscr. hist. 3.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστηρίζω: подпирать, укреплять (ἔπαλξιν, τὴν ναῦν Luc.).
Greek Monolingual
ὑποστηρίζω ΝΜΑ στηρίζω
1. στηρίζω αποκάτω
2. μτφ. βοηθώ, ενισχύω, υπερασπίζω (α. «όλοι οι φίλοι του τὸν υποστήριξαν» β. «ὑποστηρίζει δὲ τοὺς δικαίους ὁ Κύριος», Ψαλμ.)
νεοελλ.
ισχυρίζομαι επίμονα, διατείνομαι («υποστηρίζει ότι δεν έφταιγε αυτός»).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστηρίζω: στηρίζω κάτωθεν, ἀνέχω, Ἑβδ. (Ψαλμ. Λϛʹ, 17, κ. ἀλλ.), Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 3, περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32.
Greek Monotonic
ὑποστηρίζω: υποστυλώνω, συγκρατώ, στηρίζω, βαστώ, σε Λουκ.