ἐγκαυστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for burning in: ἡ ἐ. (sc. τέχνη) the art of encaustic painting, Plin.HN35.122. 2 inflammatory, πυρετός Herod.Med. ap. Aët.5.129.
German (Pape)
[Seite 707] ή, όν, zum Einbrennen gehörig; ἡ ἐγκαυστική, sc. τέχνη, die Kunst, eingebrannte Gemälde zu verfertigen, Sp., Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἔγκαυσιν· ἡ ἐγκαυστικὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Πλίν. Η. Ν. 35. 39.