ἐγκαυστικός

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαυστικός Medium diacritics: ἐγκαυστικός Low diacritics: εγκαυστικός Capitals: ΕΓΚΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enkaustikós Transliteration B: enkaustikos Transliteration C: egkafstikos Beta Code: e)gkaustiko/s

English (LSJ)

ἐγκαυστική, ἐγκαυστικόν,
A of or for burning in: ἡ ἐ. (sc. τέχνη) the art of encaustic painting, Plin.HN35.122.
2 inflammatory, πυρετός Herod.Med. ap. Aët.5.129.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 pintado al encausto ἐγκαυστικὰ χρήματα prob. ref. a obras de arte u objetos, Io.Mal.Chron.12.294
subst. ἡ ἐ. técnica de pintura al encausto Plin.HN 35.122.
2 medic. ardiente de la fiebre alta πυρετοί Herod.Med. en Aët.5.133.

German (Pape)

[Seite 707] ή, όν, zum Einbrennen gehörig; ἡ ἐγκαυστική, sc. τέχνη, die Kunst, eingebrannte Gemälde zu verfertigen, Sp., Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἔγκαυσιν· ἡ ἐγκαυστικὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Πλίν. Η. Ν. 35. 39.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκαυστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στην έγκαυση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγκαυστική
ζωγραφική τέχνη που γίνεται με χρώματα λειωμένα με κερί
αρχ.
αυτός που προκαλεί φλόγωση.