ὀρθόκερως
German (Pape)
[Seite 374] ωτος, mit graden Hörnern (?); – φρίκη ὀρθ., die Haare wie Hörner grade in die Höhe sträubender Schauder, Soph. frg. 922; vgl. Poll. 2, 31, der es ὀρθόθριξ erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὄρθια κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. κορωνός· ὀρθ. φρίκη, ἥτις ὀρθοῖ τὰς τρίχας τινὸς ὥστε νὰ ἵστανται ὡς κέρατα, Σοφ. Ἀποσπ. 922· ὁ Πολυδ. Β΄, 31 καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ ὀρθόθριξ.