ἐλαφρία

Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A lightness: levity, 2 Ep.Cor.1.17.    II alleviation, Aret.CD2.2.    III = ὀλιγότης, Suid.

German (Pape)

[Seite 792] ἡ, Leichtigkeit, – a) vom Gewicht, übertr., τοῦ ἄχθεος Aret. – b) der Gesinnung, Leichtsinn, N. T.; vgl. Schol. Ar. Av. 295. – c) Geringfügigkeit, ὀλιγότης, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρία: ἡ, ἐλαφρότης, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. α΄, 17· «ἐλαφρία· μωρία» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνακούφισις, «ἐλάφρωμα», Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτικ. 2. 2. ΙΙΙ. «ὀλιγότης», Σουΐδ.